podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Τυφλός και ο Κουτσός

Από τη Ρωσία με... μια σκληρή ιστορία για τον χρόνο, τις εποχές του και αξίες όπως η φιλία, η εκτίμηση και η αλληλοβοήθεια. Α ναι, και η Μπάμπα Γιάγκα!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας, βία ενάντια σε ζώα, απαγωγή


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Τυφλός και ο Κουτσός


Σε κάποιο βασίλειο ζούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχαν έναν γιο, τον πρίγκιπα Ιβάν. Οι γονείς του Ιβάν όρισαν έναν δάσκαλο για να φροντίζει τον γιο τους. Τον δάσκαλο τον έλεγαν Κατόμα και ήταν γνωστός και ως ο δασκαλο-Κατόμα ο δρυκαπελάς. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έζησαν πολλά χρόνια μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, αλλά κάποτε αρρώστησαν βαριά και, ξέροντας πως δεν υπήρχε πια ελπίδα γι΄ αυτούς, φώναξαν τον Ιβάν στο κρεβάτι τους και του έδωσαν αυστηρές οδηγίες για μετά τον θάνατο τους:

“Σαν πεθάνουμε, να σέβεσαι και ν΄ ακούς τον Κατόμα σε ό,τι σου λέει. Αν τον υπακούς, θα ευημερήσεις. Αν όμως τον παρακούσεις, τότε θα χαθείς σαν μια μύγα”.


Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς και η βασίλισσα πέθαναν. Ο πρίγκιπας Ιβάν έθαψε τους γονείς του και από εκείνη την ημέρα ακολούθησε τις οδηγίες τους, συμβουλευόμενος τον δάσκαλό του για όποια απόφαση κι αν έπαιρνε.


Σαν πέρασε ο καιρός και ο Ιβάν έγινε πια άνδρας, άρχισε να σκέφτεται τον γάμο. Έτσι μια μέρα είπε στον δάσκαλό του:

Κατόμα, δεν θέλω πια να ζω μοναχός, θέλω να παντρευτώ.

Βλέπω πρίγκιπά μου, δεν υπάρχει κάτι να σε σταματά. Είσαι πια αρκετά μεγάλος και καλά κάνεις και σκέφτεσαι να βρεις μια νύφη. Πήγαινε στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού κι εκεί θα βρεις στους τοίχους τα πορτρέτα όλων των πριγκιπισσών του κόσμου. Κοίταξε τις καλά να δεις ποια σου αρέσει και να της στείλεις με γράμμα πρόταση γάμου.


Ο πρίγκιπας Ιβάν πήγε τότε στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού και άρχισε να εξετάζει με προσοχή τα πορτρέτα ένα ένα. Καλύτερα από όλες, βρήκε να του αρέσει η Πριγκίπισσα Άννα η Ωραία. Μα πόσο όμορφη ήταν, τέτοια καλλονή δεν υπήρχε πουθενά αλλού στον κόσμο! Κάτω από το πορτρέτο της, ο Ιβάν διάβασε τα εξής:


Όποιος της βάλει γρίφο που να μην μπορεί να λύσει, αυτόν θα παντρευτεί.

Αν όμως βρει την απάντηση τότε θα τον αποκεφαλίσει.


Σαν ο πρίγκιπας διάβασε την επιγραφή, ταράχτηκε και πήγε αμέσως να βρει και πάλι τον δάσκαλό του:

Πήγα στη μεγάλη αίθουσα και διάλεξα την Άννα την Ωραία για γυναίκα μου. Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να την κερδίσω.

Πράγματι πρίγκιπά μου, δεν είναι εύκολη κατάκτηση. Αν παρουσιαστείς μπροστά της μόνος σου, σίγουρα δεν θα την κερδίσεις, αν όμως πάρεις κι εμένα συντροφιά στο ταξίδι σου, κάτι θα καταφέρουμε.


Ο πρίγκιπας Ιβάν παρακάλεσε τον Κατόμα να πάει μαζί του μέχρι το παλάτι της πριγκίπισσας Άννας και του ορκίστηκε πως θα τον υπακούει και θα τον σέβεται για πάντα, στα καλά και στα δύσκολα.


Ξεκίνησαν λοιπόν οι δυο τους το ταξίδι για να ζητήσουν το χέρι της πριγκίπισσας Άννας της Ωραίας. Ταξίδευαν έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια και πέρασαν από πολλές χώρες.

Μια μέρα είπε ο Ιβάν:

Ταξιδεύουμε τόσο καιρό θείε μου και επιτέλους φτάνουμε στη χώρα της Πριγκίπισσας Άννας της Ωραίας. Ακόμη όμως δεν έχουμε ετοιμάσει τον κατάλληλο γρίφο να της παρουσιάσουμε.

Έννοια σου και την κατάλληλη στιγμή κάτι θα σκεφτούμε, του απάντησε ο Κατόμα.


Λίγο παρακάτω στον δρόμο ο Κατόμα είδε στο έδαφος ένα πορτοφόλι γεμάτο χρήματα. Το σήκωσε και έριξε όλα τα λεφτά από το πορτοφόλι αυτό στο δικό του. Είπε τότε: “Να πρίγκιπα Ιβάν ο γρίφος σου! Όταν εμφανιστείς μπροστά στην πριγκίπισσα να της πεις:

Σαν ερχόμασταν εδώ

Είδαμε στον δρόμο μας Καλό

Πήραμε το Καλό με το καλό

Και στο δικό μας το Καλό το βάλαμε.

Δεν θα μπορέσει να λύσει αυτόν το γρίφο ούτε σε εκατό χρόνια, ενώ κάποιον άλλον θα  μπορούσε σίγουρα να τον μαντέψει. Με μια ματιά στα μαγικά της κιτάπια θα έβρισκε την απάντηση και θα σου έκοβε το κεφάλι”.


Ο πρίγκιπας Ιβάν και ο δάσκαλός του επιτέλους έφτασαν μπροστά στο μεγαλόπρεπο παλάτι όπου ζούσε η όμορφη πριγκίπισσα Άννα. Εκείνη έτυχε να στέκεται στο παράθυρό της και μόλις τους είδε απαίτησε να μάθει ποιοι ήταν και τι γύρευαν εκεί. Ο πρίγκιπας Ιβάν τότε της απάντησε: “Έρχομαι από το βασίλειο Μακριά και ήρθα να ζητήσω το χέρι της πριγκίπισσας Άννας της Ωραίας”. Σαν το άκουσε αυτό η πριγκίπισσα Άννα, πρόσταξε να αφήσουν τον Ιβάν να περάσει και να τον οδηγήσουν μπροστά της αλλά και μπροστά σε όλο το συμβούλιό της, για να πει τον γρίφο του:

Έχω διακηρύξει πως αν δεν μπορέσω να βρω απάντηση στον γρίφο κάποιου τότε θα τον παντρευτώ. Αλλά αν τη βρω τότε θα τον αποκεφαλίσω.

Άκου τότε τον γρίφο μου πριγκίπισσα, είπε ο Ιβάν.

Σαν ερχόμασταν εδώ

Είδαμε στον δρόμο μας Καλό

Πήραμε το Καλό με το καλό

Και στο δικό μας το Καλό το βάλαμε.


Η πριγκίπισσα Άννα η Ωραία πήρε το μαγικό της βιβλίο και άρχισε να το ξεφυλλίζει, κοιτάζοντας τις απαντήσεις των γρίφων. Έφτασε μέχρι το τέλος του βιβλίου κι ακόμα δεν είχε βρει την απάντηση που ζητούσε. Τότε το συμβούλιο της ομόφωνα αποφάσισε πως έπρεπε να παντρευτεί τον Ιβάν. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να παραβεί τον λόγο της κι έτσι άρχισε να ετοιμάζεται για τον γάμο. Παράλληλα όμως έψαχνε να βρει έναν τρόπο να καθυστερήσει την τελετή όσο περισσότερο γινόταν και να βγάλει από τη μέση τον γαμπρό. Έτσι αποφάσισε να αρχίσει να του αναθέτει τα πιο δύσκολα καθήκοντα.


Κάλεσε κοντά της τον πρίγκιπα Ιβάν και του είπε:

Αγαπημένε μου πρίγκιπα και μελλοντικέ μου σύζυγε! Ήρθε η ώρα να ετοιμάσουμε τον γάμο μας για τα καλά. Θα σου ζητήσω λοιπόν να κάνεις κάτι για εμένα. Εκεί πέρα στο βασίλειό μου στέκεται μια βαριά κολόνα από σίδερο. Πάρε την και φέρε τη μέχρι το παλάτι και κόψε τη σε μικρά κομμάτια για να τα χρησιμοποιήσει ο μάγειρας για καύσιμο στην κουζίνα του.

Να με συγχωρέσει η χάρη σου πριγκίπισσά μου, απάντησε ο Ιβάν, αλλά δεν ήρθα εδώ για να κουβαλάω και να κόβω σίδερα, δεν είναι πρέπουσα δουλειά αυτή για εμένα. Έχω έναν υπηρέτη για τέτοιες δουλειές, τον δασκαλο-Κατόμα τον δρυκαπελά.


Και ο πρίγκιπας φώναξε τον Κατόμα να παρουσιαστεί μπροστά του και του ζήτησε να πάει να φέρει τη σιδερένια κολόνα μέχρι το μαγειρείο και να την κόψει σε μικρά κομμάτια για τον μάγειρα. Ο Κατόμα πήγε στο σημείο που είχε περιγράψει η πριγκίπισσα, σήκωσε την κολόνα στα χέρια του και την πήγε μέχρι το παλάτι. Την έκοψε σε μικρά κομμάτια, αλλά κράτησε τέσσερα θραύσματα στην τσέπη του σκεπτόμενος: “Που ξέρεις, μπορεί να χρησιμεύσουν σε κάτι…”


Την επόμενη μέρα η Άννα η Ωραία ξανακάλεσε μπροστά της τον πρίγκιπα Ιβάν και του είπε:

Πρίγκιπα αγαπημένε και μελλοντικέ μου σύζυγε! Αύριο κιόλας παντρευόμαστε. Εγώ θα έρθω στον ναό με άμαξα, αλλά εσύ καλό είναι να έρθεις καβάλα στο δυνατότερο άτι, το οποίο θα πρέπει και να τιθασεύεις γι αυτόν τον λόγο.

Να τιθασεύσω άλογο εγώ ο ίδιος; Έχω άνθρωπο γι αυτή τη δουλειά.


Και ο πρίγκιπας Ιβάν φώναξε τον Κατόμα και του είπε: “Πήγαινε στους στάβλους και πες στους σταβλίτες να φέρουν εδώ το δυνατότερο άλογο που έχουν. Μετά κάνε ό,τι μπορείς να το τιθασεύσεις, πρέπει να είναι έτοιμο για τον γάμο μου αύριο”.


Αυτή τη φορά ο Κατόμα άρχισε να υποψιάζεται ότι η πριγκίπισσα είχε βάλει σε εφαρμογή κάποιο σχέδιο αλλά, χωρίς να πει τίποτα, πήγε στους στάβλους και είπε στους σταβλίτες να του βρουν το δυνατότερο άτι που είχαν. Δώδεκα σταβλίτες μαζεύτηκαν, άνοιξαν δώδεκα κλειδαριές σε δώδεκα πόρτες και έφεραν μπροστά στον Κατόμα ένα μαγικό άλογο που κρατιόταν με δώδεκα σιδερένιες αλυσίδες. Ο Κατόμα το πλησίασε και, όπως ήταν αναμενόμενο, με το που το καβάλησε το άλογο άρχισε να κλωτσάει και να πηδά ψηλότερα από τα δέντρα του δάσους, αλλά δεν έφτασε και τα σύννεφα. Κλωτσούσε και πηδούσε, μα ο Κατόμα κράτησε σφιχτά με το ένα του χέρι τη χαίτη του αλόγου και με το άλλο έβγαλε από την τσέπη του ένα από τα θραύσματα σιδήρου που είχε φυλάξει. Άρχισε τότε να δίνει εντολές στο άλογο καθώς το πλήγιαζε με το θραύσμα ανάμεσα στα αυτιά του. Σαν ξόδεψε το πρώτο θραύσμα πήρε το δεύτερο και συνέχισε. Ξοδεύτηκε και αυτό και πήρε το τρίτο, που και αυτό τρίφτηκε μέχρι που δεν έμεινε καθόλου και όταν άρχισε να χρησιμοποιεί και το τέταρτο θραύσμα, τόσο ταλαιπωρημένο ήταν το άλογο που άρχισε να φωνάζει με ανθρώπινη φωνή:

Σκληρέ Κατόμα! Μην μου πάρεις ακόμα τη ζωή! Πες μου τι θες από εμένα και θα κάνω όπως προστάζει η θέλησή σου!

Άκου λοιπόν σκυλοτροφή! είπε στο άλογο αυστηρά ο Κατόμα. Αύριο ο πρίγκιπας Ιβάν θα σε καβαλικέψει για να πάει στον γάμο του. Μόλις σε οδηγήσουν μπροστά του οι σταβλίτες και ο πρίγκιπας σε πλησιάσει και σε αγγίξει, εσύ θα κάτσεις ήσυχο, ούτε ρουθούνι δεν θα κουνήσεις. Όταν καθίσει στην πλάτη σου, θα τον σηκώσεις ταπεινά, να φτάσει η μουσούδα σου στο χώμα και θα τον κουβαλήσεις σαν να έχεις το πιο σημαντικό βάρος του κόσμου στην πλάτη σου.


Το δυνατό άλογο άκουσε τις προσταγές του Κατόμα και γονάτισε από φόβο και πόνο. Τότε ο Κατόμα το έπιασε από την ουρά και το έσυρε μέχρι το στάβλο λέγοντας: “Ε, σταβλίτες! Ελάτε να πάρετε αυτή τη σκυλοτροφή και βάλτε την στη θέση της στον στάβλο!”


Ήρθε και η επόμενη μέρα και όλο και πλησίαζε η ώρα του γάμου. Έφτασε η άμαξα που θα έπαιρνε την πριγκίπισσα και το άλογο που θα έπαιρνε τον πρίγκιπα Ιβάν. Αμέτρητα πλήθη είχαν συγκεντρωθεί να δουν, απ΄ όλα τα μέρη του βασιλείου. Η νύφη και ο γαμπρός ξεπρόβαλλαν από τα λευκά τείχη του παλατιού και η πριγκίπισσα μπήκε στην άμαξα και περίμενε να δει τι θα γινόταν σαν ο Ιβάν θα ανέβαινε στο άλογό του. Περίμενε να τον πετάξει ίσα με το φεγγάρι και να του συνθλίψει τα κόκκαλα κάτω από τις οπλές του. Ο πρίγκιπας Ιβάν πλησίασε το άλογο και άγγιξε την πλάτη του. Έβαλε το πόδι του στον αναβολέα και το άλογο δεν κουνήθηκε καθόλου, ούτε που ανέπνεε καλά καλά. Σαν ανέβηκε στη σέλα, το άλογο γονάτισε και κατέβασε το κεφάλι του. Οι σταβλίτες τότε του έβγαλαν τις δώδεκα σιδερένιες αλυσίδες που το κρατούσαν και το άλογο άρχισε να περπατά αργά και βαριά και ιδρώτας σαν χαλάζι έτρεχε από το σώμα του: “Τι ήρωας! Τι δύναμη!” άρχισε να φωνάζει με θαυμασμό ο κόσμος σαν είδαν τον πρίγκιπα Ιβαν καβάλα στο άλογο.


Έτσι οι δυο τους παντρεύτηκαν και βγήκαν από την εκκλησία χέρι χέρι. Η πριγκίπισσα τότε αποφάσισε να βάλει άλλη μια δοκιμασία στον Ιβάν και άρχισε να του σφίγγει το χέρι τόσο πολύ που ο πρίγκιπας δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να το αντέξει. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και συνοφρυώθηκε από τον πόνο. Βλέποντας το αυτό, η πριγκίπισσα Άννα σκέφτηκε: “Ωραίος ήρωας… Ο δάσκαλός σου με ξεγέλασε βλέπω. Έννοια σου όμως και θα σε φτιάξω εγώ!”.


Για κάμποσο καιρό η πριγκίπισσα Άννα η Ωραία έζησε με τον πρίγκιπα Ιβάν όπως άρμοζε σε μια γυναίκα να ζει με τον θεόσταλτο σύζυγό της. Τον κανάκευε και τον φρόντιζε εξωτερικά, αλλά πάντα σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον δάσκαλο Κατόμα. Αν έβγαινε από τη μέση ο δάσκαλος, τότε θα μπορούσε να χειραγωγήσει τον πρίγκιπα όπως ήθελε, σκεφτόταν. Μα ότι και να του έλεγε, ό,τι ιστορία και φταίξιμο να καταλόγιζε στον Κατόμα, ο πρίγκιπας πάντα έπαιρνε το μέρος του. Στο τέλος λοιπόν της χρονιάς, είπε ο πρίγκιπας στην πριγκίπισσά του:

Όμορφη πριγκίπισσα και αγαπημένη μου σύζυγε, έλα να πάμε μαζί στο δικό μου βασίλειο!

Βεβαίως και να πάμε, του απάντησε εκείνη. Καιρό τώρα θέλω να σου το πω κι εγώ.


Ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Ο Κατόμα ανέλαβε τον ρόλο του αμαξά. Πήγαιναν και πήγαιναν κι έτσι όπως λικνιζόταν η άμαξα, ο πρίγκιπας Ιβάν αποκοιμήθηκε. Απότομα τότε, η πριγκίπισσα Άννα η Ωραία τον ξύπνησε φωνάζοντας συγχισμένη: “Α, άκου πρίγκιπα, όλο κοιμάσαι και δεν παίρνεις χαμπάρι τι συμβαίνει γύρω σου. Ο δάσκαλος σου δεν με ακούει καθόλου, όλο πάει από βράχια και κακόδρομους σαν να θέλει να κάνει κακό και στους δυο μας. Προσπάθησα να του μιλήσω, αλλά με χλεύασε. Απαιτώ να τον τιμωρήσεις αμέσως, αλλιώς δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου άλλο”. Ο πρίγκιπας, που δεν είχε καλά καλά ξυπνήσει και δεν είχε πολυκαταλάβει τι συνέβαινε είπε στην πριγκίπισσα: “Καλά, καλά, κάνε μαζί του όπως νομίζεις”. Η πριγκίπισσα τότε διέταξε να του κόψουν τα πόδια. Ο Κατόμα δέχτηκε υπομονετικά αυτή τη μοίρα και σκέφτηκε: “Πολύ καλά λοιπόν, θα υποφέρω, έτσι ήταν γραφτό. Αλλά θα καταλάβει και ο πρίγκιπας τι πάει να πει να ζει κανείς μια μίζερη ζωή”.


Σαν είχαν κοπεί και τα δυο πόδια του Κατόμα, η πριγκίπισσα κοίταξε γύρω της και κάπου παραπέρα είδε ένα ψηλό κούτσουρο. Διέταξε τους υπηρέτες της να βάλουν τον Κατόμα εκεί. Όσο για τον πρίγκιπα Ιβάν, τον έδεσε με σκοινί στην άμαξα και πήρε τον δρόμο της επιστροφής, προς το δικό της βασίλειο. Ο Κατόμα έμεινε να κάθεται πάνω στο κούτσουρο και να κλαίει: “Αντίο πρίγκιπα Ιβάν! Μην με ξεχάσεις ποτέ!”.


Στο μεταξύ, ο πρίγκιπας Ιβάν που τώρα έτρεχε δεμένος πίσω από την άμαξα, κατάλαβε το κακό που είχε κάνει, αλλά ήταν πια αργά. Σαν έφτασαν στο βασίλειο της πριγκίπισσας Άννας της Ωραίας, εκείνη έβαλε τον Ιβάν να φροντίζει της αγελάδες. Πριν καλά καλά χαράξει τις έβγαζε για βοσκή και δεν γύριζε παρά μόνο αργά το σούρουπο. Πάντα εκείνη την ώρα η πριγκίπισσα Άννα έβγαινε στο μπαλκόνι της να σιγουρευτεί πως όλες οι αγελάδες ήταν καλά.


Ο Κατόμα έμεινε πάνω στο κούτσουρο μία μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες χωρίς τροφή ούτε νερό. Ήταν πολύ ψηλά για ν΄ αφεθεί να πέσει χάμω και ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε από ασιτία. Εκεί κοντά όμως απλωνόταν κι ένα πυκνό δάσος. Σε αυτό το δάσος ζούσε ένας δυνατός αλλά τυφλός ήρωας που κυνηγούσε ζώα με τον δικό του μοναδικό τρόπο. ‘Οταν αντιλαμβανόταν με την όσφρησή του πως από κοντά του περνούσε κάποιο άγριο ζώο όπως λαγός, αλεπού ή και αρκούδα, άρχιζε αμέσως το τρέξιμο μέχρι που το έπιανε και εξασφάλιζε το φαγητό της ημέρας του. Βλέπετε ο ήρωας αυτός ήταν τόσο γρήγορος που δεν υπήρχε ζώο να μπορεί να του ξεφύγει. Έτσι μια μέρα πέρασε από μπροστά του μια αλεπού. Εκείνος την αντιλήφθηκε και την πήρε ευθύς στο κατόπι. Η αλεπού έτρεξε μέχρι το κούτσουρο και έστριψε απότομα πίσω από αυτό. Ο ήρωας όμως συνέχισε και βρέθηκε να κουτουλά με το μέτωπό του το κούτσουρο, το οποίο σείστηκε και ξεριζώθηκε αμέσως. Ο Κατόμα σωριάστηκε στο έδαφος και ρώτησε:

Εσύ ποιος είσαι;

Εγώ είμαι ένας τυφλός ήρωας. Ζω σε αυτό το δάσος εδώ και τριάντα χρόνια. Πιάνω το φαγητό μου μόνος μου και το μαγειρεύω σε φωτιά που στήνω από ξύλα. Αν δεν είχα και αυτό σίγουρα θα είχα λιμοκτονήσει.

Δεν έχεις γεννηθεί τυφλός δηλαδή;

Όχι, δεν ήμουν πάντα τυφλός, η πριγκίπισσα Άννα η Ωραία μου έβγαλε τα μάτια.

Είσαι αδερφός μου! είπε ο Κατόμα. Χάρη σ’ εκείνη είμαι κι εγώ σε αυτή την κατάσταση, χωρίς πόδια, η καταραμένη μου τα έκοψε και τα δύο!


Οι δυο άνδρες άρχισαν να συζητούν και συμφώνησαν να ζήσουν μαζί ώστε να αλληλοβοηθούνται για να εξασφαλίζουν την τροφή τους. Έτσι, είπε ο τυφλός ήρωας στον κουτσό: “Θα σε πάρω στην πλάτη μου να μου λες τον δρόμο. Εγώ θα είμαι τα πόδια σου και εσύ τα μάτια μου”.


Ανέβασε λοιπόν τον Κατόμα στην πλάτη του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι και ο Κατόμα, που κοιτούσε τριγύρω, του φώναζε: “Αριστερά! Δεξιά! Ευθεία!” δίνοντας οδηγίες που ήταν απαραίτητες.


Έζησαν καιρό μαζί έτσι κι έπιαναν λαγούς, αλεπούδες και αρκούδες για φαγητό. Μια μέρα, ο κουτσός είπε: “Σίγουρα δεν μπορούμε να ζήσουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας μακριά από άλλους ανθρώπους. Έχω άκουσει ότι στην κοντινή πόλη ζει ένας πλούσιος έμπορος με την κόρη του. Η κόρη αυτή είναι τρομερά γενναιόδωρη με τους φτωχούς και τους σακάτηδες. Πάντα έχει και δίνει σε όσους το έχουν ανάγκη. Τι θα έλεγες να την φέρουμε εδώ να ζήσει μαζί μας, να μας φροντίζει και το σπίτι;” Ο τυφλός αμέσως ετοίμασε μια χειράμαξα, έβαλε τον ανάπηρο να κάτσει πάνω της και κίνησαν για την πόλη μέχρι που έφτασαν στην αυλή του εμπόρου. Η κόρη του εμπόρου, που τους είδε από το παράθυρο, βγήκε αμέσως από το σπίτι της να τους βοηθήσει. Όταν πλησίασε τον κουτσό του είπε: “Για τ΄ όνομα του Θεού, πάρε αυτό φτωχέ μου άνθρωπε!”. Εκείνος άπλωσε το χέρι, αλλά αντί να πάρει την ελεημοσύνη έπιασε την κοπέλα σφιχτά από το χέρι, την τράβηξε πάνω στην χειράμαξα και φώναξε στον τυφλό ο οποίος αμέσως άρχισε να τρέχει με τη χειράμαξα τόσο γρήγορα που ούτε έφιππος άνρωπος δεν μπορούσε να τον φτάσει. Ο έμπορος έστειλε αρκετούς άνδρες στο κατόπι του, αλλά κανείς δεν κατάφερε να τον πλησιάσει.


Έτσι οι δυο άνδρες έφεραν την κόρη του έμπορα μέχρι το καλυβάκι τους στη μέση του πυκνού δάσους και σαν την ελευθέρωσαν της είπαν: “Μείνε και γίνε αδερφή μας. Ζήσε μαζί μας και φρόντισε αυτό το σπιτάκι μας. Αλλιώς ποιος θα μας φροντίζει εμάς τους άμοιρους, ποιος θα μας μαγειρεύει καλό φαΐ και θα μας καθαρίζει τα πουκάμισα; Μείνε, και ο Θεός θα σε ανταμείψει.”


Η κόρη δέχτηκε να μείνει μαζί τους και οι δυο άντρες τη σεβόντουσαν και την αγαπούσαν σαν να ήταν αδερφή τους. Έβγαιναν όλη μέρα έξω για κυνήγι και πάντα όταν γυρνούσαν, η θετή τους αδελφή ήταν εκεί για να τους φροντίσει. Καθάριζε το σπίτι, μαγείρευε το κρέας και τους έραβε τα ρούχα.


Σύντομα όμως, η Μπάμπα Γιάγκα που έμενε και αυτή σε αυτό το δάσος, άρχισε να στοιχειώνει την καλύβα των τριών θηλάζοντας από τα στήθη της κόρης του έμπορα. Πράγματι, κάθε μέρα, μόλις έβγαιναν από την πόρτα οι δυο άνδρες και πήγαιναν να κυνηγήσουν, η Μπάμπα Γιάγκα εμφανιζόταν στη στιγμή. Σε λίγο κιόλας καιρό η κοπέλα άρχισε να χάνει το χρώμα της, το πρόσωπό της αδυνάτισε, η ζωηράδα της έσβηνε. Ο τυφλός άνδρας δεν μπορούσε να το δει αυτό, αλλά ο κουτσός είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά από ένα σύντομο συμβούλιο, οι δυο άνδρες πλησίασαν τη θετή τους αδερφή και άρχισαν να τη ρωτούν τι της συνέβαινε. Η Μπάμπα Γιάγκα, με απειλές και φοβέρες τρομερές είχε απαγορεύσει στην κοπέλα να πει τι γινόταν κι εκείνη είχε αποφύγει το θέμα με κάθε δικαιολογία. Αυτή τη φορά όμως τα αδέρφια της επέμειναν πολύ και της ζήτησαν με τόση γλύκα και ανησυχία να τους πει τι είχε για να τη βοηθήσουν, που το κορίτσι λύγισε και τους τα είπε όλα:

Κάθε φορά που φεύγετε για να κυνηγήσετε, εμφανίζεται μια γριά γυναίκα με μακριά γκρίζα μαλλιά και με το πιο κακό πρόσωπο που έχω δει ποτέ μου. Με βάζει να τη χτενίσω και ταυτόχρονα θηλάζει από το στήθος μου.

Α, αυτή είναι η Μπάμπα Γιάγκα, είπε ο τυφλός ήρωας. Καλύτερα να την αντιμετωπίσουμε μακριά από το σπίτι της. Αύριο να μην πάμε για κυνήγι, μόνο να την περιμένουμε εδώ, να την μπερδέψουμε και να προσπαθήσουμε να την πιάσουμε!


Έτσι, το επόμενο πρωί, οι δυο άνδρες δεν πήγαν για κυνήγι: “Λοιπόν Μπαρμπα-Σακάτη!”, είπε ευχάριστα ο τυφλός, “εσύ πήγαινε και χώσου κάτω από τον πάγκο και μείνε όσο πιο ακίνητος γίνεται. Εγώ θα πάω στην αυλή και θα παραμονεύω δίπλα στο ανοικτό παράθυρο. Όσο για σένα αδερφή, σαν έρθει η Μπάμπα Γιάγκα, έλα και κάτσε δίπλα στο παράθυρο. Καθώς θα τη χτενίζεις, άσε τις πλεξούδες τις να πέσουν από το περβάζι κι εγώ θα προσπαθήσω να την πιάσω από τα μαλλιά!”.


Το σχέδιο έπιασε. Ο τυφλός κατάφερε κι έπιασε την Μπάμπα Γιάγκα από τα μαλλιά και φώναξε: “Ε! Μπαρμπα-Κατόμα, βγες από την κρυψώνα σου και πιάσε καλά αυτή τη φαρμακερή γυναίκα, όσο εγώ θα κάνω το γύρω να μπω στην καλύβα!”.


Η Μπάμπα Γιάγκα σαν το άκουσε αυτό προσπάθησε να ελευθερωθεί: “Ωπ, που νομίζεις ότι πας; Δεν έχει σωτηρία για εσένα πια, κάτσε εδώ!”, ακούστηκε. Εκείνη τραβιόταν και κουνιόταν, αλλά μάταια. Τότε από κάτω από τον πάγκο βγήκε και ο Κατόμα, έπεσε πάνω στη γριά μάγισσα σαν σακί με πατάτες και βάλθηκε να τη στραγγαλίζει μέχρι που εκείνη είδε αστεράκια. Αμέσως μπήκε και ο τυφλός στο καλυβάκι και είπε βιαστικά: “Πρέπει τώρα να την κάψουμε και να σκορπίσουμε τις στάχτες της στον άνεμο”. Τότε η Μπάμπα Γιάγκα άρχισε να τους παρακαλά:

Πατέρες μου και παιδιά μου, συγχωρέστε με. Θα κάνω το σωστό τώρα.

Πολύ καλά άθλιο πλάσμα, δείξε μας που βρίσκεται η πηγή της ίασης με το νερό που δίνει ζωή, της είπαν οι άνδρες.

Μην με σκοτώσετε και θα σας το δείξω αμέσως.


Ο Κατόμα ανέβηκε στην πλάτη του τυφλού ο οποίος έπιασε την Μπάμπα Γιάγκα από τα μαλλιά και την έβαλε να τους οδηγεί μπροστά. Τους οδήγησε βαθιά μέσα στο δάσος και όλο πιο βαθιά μέχρι που έφτασαν σε ένα πηγάδι:

Εδώ είναι το νερό που θεραπεύει και δίνει ζωή.

Πρόσεξε καλά Μπαρμπα-Κατόμα και μην κάνεις τώρα κανένα λάθος! του φώναξε ο τυφλός. Αν μας γελάσει τώρα δεν θα γίνουμε καλά ποτέ μας!


Ο Κατόμα έκοψε ένα καταπράσινο κλαδί από ένα διπλανό δέντρο και το έριξε στο πηγάδι. Πριν προλάβει καλά καλά το κλαδί να αγγίξει το νερό, έγινε σωστό παρανάλωμα!

Ώστε άρχισες πάλι τα κόλπα σου; είπαν στην Μπάμπα Γιάγκα μαζί οι δυο άνδρες και άρχισαν πάλι να τη στραγγαλίζουν και να την κατευθύνουν προς το πηγάδι με σκοπό να τη ρίξουν μέσα να καεί.

Στον όρκο μου τον πιο ιερό, αυτή τη φορά θα σας πάω στο καλό νερό, παρακάλεσε όσο ποτέ η Μπάμπα Γιάγκα και τους έκανε όρκο βαρύ.


Οι δυο τους συμφώνησαν να της δώσουν άλλη μια ευκαιρία και η γριά γυναίκα τους πήγε σε μια πηγή. Ο Μπαρμπα-Κατόμα έκοψε αυτή τη φορά ένα ξερό κλαδί και το πέταξε στην πηγή. Πριν προλάβει καλά καλά το κλαδί να αγγίξει το νερό, το κλαδί έγινε καταπράσινο, έβγαλε άνθη και καρπούς: “Έλα, αυτό είναι το καλό νερό”, είπε ο Κατόμα. Ο τυφλός έβρεξε τα μάτια του με το νερό και αμέσως άρχισε πάλι να βλέπει. Στη συνέχεια χαμήλωσε τον κουτσό μέσα στην πηγή και τα πόδια του ξαναμεγάλωσαν στη στιγμή. Ευτυχισμένοι και χαρούμενοι οι δυο άνδρες είπαν: “Ήρθε τώρα η ώρα να τα βάλουμε όλα στη θέση τους. Θα πάμε να πάρουμε πίσω ό,τι χάσαμε! Αλλά πρώτα ας βάλουμε ένα τέλος στην Μπάμπα Γιάγκα. Αν την ελευθερώσουμε τώρα θα μας κυνηγά πάντα κακοτυχία και αυτή θα κάνει ακόμη πολύ κακό στον κόσμο”.


Σήκωσαν λοιπόν και οι δυο τους την Μπάμπα Γιάγκα και την πήγαν μέχρι το προηγούμενο πηγάδι, την έριξαν μέσα και αυτό ήταν το τέλος της γριάς μάγισσας.


Μετά από αυτό, ο Κατόμα παντρεύτηκε την κόρη του εμπόρου και οι τρεις σύντροφοι κίνησαν για το βασίλειο της πριγκίπισσας Άννας της Ωραίας για να σώσουν τον πρίγκιπα Ιβάν. Όταν πλησίασαν την πόλη, τι να δουν, να σου ο πρίγκιπας Ιβάν να οδηγεί ένα κοπάδι από αγελάδες!

Σταμάτα βοσκέ! είπε ο Κατόμα. Πού τις πας τις αγελάδες;

Τις επιστρέφω στο μαντρί της πριγκίπισσας, απάντησε ο πρίγκιπας. Η πριγκίπισσα πάντα ελέγχει αν οι αγελάδες είναι εκεί.

Έλα βοσκέ, πάρε εσύ τα ρούχα μου να βάλω εγώ τα δικά σου να πάω εγώ τις αγελάδες της πριγκίπισσας πίσω στο μαντρί τους.

Όχι αδερφέ μου, όχι! Αν το ανακαλύψει αυτό η πριγκίπισσα, θα με βρει μεγάλο κακό.

Μην φοβάσαι άνθρωπε μου και τίποτα δεν θα πάθεις, ο Κατόμα σου το εγγυάται.

Αχ κύριε… είπε ο πρίγκιπας και αναστέναξε βαθιά. Αν ζούσε τώρα ο Κατόμα, δεν θα ήμουν εδώ να βόσκω αγελάδες.


Ο Κατόμα τότε του αποκαλύφθηκε και ο πρίγκιπας συγκινημένος έπεσε στην αγκαλιά του με δάκρυα ανακούφισης: “Είχα χάσει κάθε ελπίδα να σε ξαναδώ”, του είπε. Και αντάλλαξαν ρούχα. Ο δάσκαλος οδήγησε τις αγελάδες στο μαντρί τους και η Άννα η Ωραία που είχε βγει στο μπαλκόνι, διέταξε να μπουν όλες στη θέση τους. Όλες οι αγελάδες πήραν τη θέση τους στο μαντρί εκτός από μία που έμεινε απέξω, κοντά στην πύλη. Ο Κατόμα τότε την μάλωσε: “Μα τι περιμένεις άχρηστο πλάσμα;” και της τράβηξε την ουρά τόσο δυνατά που την έγδαρε σε μια στιγμή! Η πριγκίπισσα σαν το είδε αυτό είπε: “Μα τι κάνει αυτός ο αγροίκος εκεί πέρα; Συλλάβετέ τον και φέρτε τον εδώ αμέσως!”


Οι φρουροί έπιασαν τον Κατόμα, που δεν έφερε καμία αντίσταση και αντίρρηση, και τον οδήγησαν μπροστά στην πριγκίπισσα. Εκείνη τον κοίταξε και είπε:

Ποιος είσαι και από πού έρχεσαι;

Είμαι αυτός του οποίου τα πόδια έκοψες και με άφησες να πεθάνω πάνω σ΄ ένα κούτσουρο. Είμαι ο δάσκαλο-Κατόμα, ο δρυκαπελάς!

Αφού ξαναβρήκες τα πόδια σου, θα πρέπει να είσαι τρανός πολύ και θα είμαι ειλικρινής μαζί σου από εδώ και μπρος.

Και η πριγκίπισσα Άννα η Ωραία άρχισε να εκλιπαρεί τον Κατόμα και τον πρίγκιπα Ιβάν να τη συγχωρέσουν. Εξομολογήθηκε όλες τις αμαρτίες της και ορκίστηκε ειλικρινά ότι θα υπάκουε τον Ιβάν από εδώ και μπρος σε ό,τι της ζητούσε. Ο πρίγκιπας τη συγχώρησε και από εκείνη την ημέρα έζησαν μαζί ειρηνικά και μονιασμένα. Ο ήρωας που κάποτε ήταν τυφλός έμεινε μαζί τους, μα ο Κατόμα και η γυναίκα του πήγαν στο πατρικό της και έμειναν εκεί μέχρι το τέλος της ζωής τους.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...