Η Σοφή Αυτοκράτειρα
Πόσες ομοιότητες μπορούμε να βρούμε με τους Ρουμάνους που γνωρίζουν πολύ καλά τη σοφία μιας κοπέλας (γυναίκα δεν τη λες, μόλις δεκάξι) και πόσες μάλλον οι τριγύρω λαοί.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό.
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η Σοφή Αυτοκράτειρα
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας αυτοκράτορας. Αυτός ο αυτοκράτορας είχε έναν πρωθυπουργό. Μια μέρα ο αυτοκράτορας φώναξε τον πρωθυπουργό του να παρουσιαστεί μπροστά του και τον πρόσταξε να μεταφέρει τα δυο χιλιάδες πρόβατά του στην αγορά την επόμενη ημέρα και να τα πουλήσει. Μόνο που έπρεπε να επιστρέψει πίσω στο παλάτι και με τα χρήματα, αλλά και με τα πρόβατα.
Όταν ο κακόμοιρος ο πρωθυπουργός το άκουσε αυτό, μαζεύτηκε. Πώς θα μπορούσε να πουλήσει τα πρόβατα και να παρουσιάσει και αυτά και τα χρήματα στον αυτοκράτορα;
Χαμένος στις σκέψεις και στη στενοχώρια του, ο πρωθυπουργός γύρισε σπίτι του. Εκεί τον περίμενε η δεκαεξάχρονη κόρη του που, μόλις τον είδε έτσι, αμέσως τον ρώτησε τι του συνέβαινε:
Πώς να μην είμαι να σκάσω παιδί μου, ο αυτοκράτορας μου είπε να κάνω αυτό κι αυτό.
Μ΄ αυτό φοβάσαι πατέρα μου; Αυτό δεν είναι τίποτα, έλα μη στενοχωριέσαι. Μόνο κάνε ό,τι σου πω.
Τι να κάνω δηλαδή κόρη μου;
Πάρε τα πρόβατα αύριο στην αγορά, αλλά προηγουμένως φρόντισε να τα έχεις κουρέψει όλα. Πούλα το μαλλί, πάρε την πληρωμή σου κι έτσι θα μπορείς να γυρίσεις πίσω στον αυτοκράτορα και με τα πρόβατα και με τα χρήματα.
Όταν ο πρωθυπουργός άκουσε αυτό το σχέδιο, η καρδιά του ξαλάφρωσε. Έτσι, το επόμενο πρωί νωρίς νωρίς, κούρεψε όλα τα πρόβατα και πήγε αυτά και το μαλλί τους στην αγορά. Κατάφερε και πούλησε όλο το μαλλί και σφυρίζοντας ανέμελα, γύρισε πάλι σπίτι με τα χρήματα στην τσέπη και όλα τα πρόβατα στο μαντρί.
Όταν ο αυτοκράτορας έμαθε τι είχε συμβεί, ψύλλοι μπήκαν στ’ αυτιά του και ρώτησε αμέσως τον πρωθυπουργό πώς και σκαρφίστηκε κάτι τέτοιο:
Έχω μια κόρη Μεγαλειότατε. Εκείνη μου είπε τι να κάνω, μεγάλη η χάρη σου.
Πήγαινε σπίτι σου, τον διέταξε τότε ο αυτοκράτορας, και πες στην κόρη σου να παρουσιαστεί μπροστά μου ευθύς αμέσως! Αλλά να μην έρθει περπατώντας μήτε έφιππη. Ούτε από τον δρόμο μήτε έξω από αυτόν. Μήτε ντυμένη μήτε χωρίς ρούχα. Να μην κουβαλάει κυνήγι, αλλά να μην έρθει και με άδεια χέρια. Και τέλος να φορά και να μη φορά ένα πουκάμισο.
Για άλλη μια φορά ο πρωθυπουργός γύρισε σπίτι του σκυθρωπός και σε όλον τον δρόμο αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε η κόρη του πραγματοποιήσει τις εντολές του αυτοκράτορα. Η κοπέλα, σαν άκουσε τι είχε προστάξει ο αυτοκράτορας, είπε στον πατέρα της: “Πατέρα μου, φέρε μου το δίχτυ της ψαριάς, τον γάιδαρο που φυλάει τα πρόβατα, δυο ζωντανούς λαγούς και άσε τα υπόλοιπα σε μένα, σου υπόσχομαι δεν θα σε απογοητεύσω”.
Ο πατέρας της, της έφερε ό,τι του είχε ζητήσει. Εκείνη τυλίχτηκε με το δίχτυ και ανέβηκε στον γάιδαρο, αλλά δεμένη στο πλάι. Πήρε μαζί της και τους λαγούς και φρόντισε να φορά ένα πουκάμισο που το ύφασμά του μόνο είχε κοπεί αλλά δεν είχε ραφτεί. Κι έτσι ξεκίνησε για το παλάτι πηγαίνοντας ακριβώς στη μέση του δρόμου.
Ο αυτοκράτορας είδε από το παράθυρό του την κόρη του να καταφτάνει στο παλάτι σε αυτήν την κατάσταση και ταράχτηκε. Τα σκυλιά της Αυλής άρχισαν να γαβγίζουν δυνατά και όρμησαν καταπάνω της. Η κοπέλα, σαν είδε τα σκυλιά να τρέχουν προς το μέρος της, αμόλησε τους δυο λαγούς και τα σκυλιά άρχισαν αμέσως να τους κυνηγούν. Έτσι η κοπέλα κατευθείαν μπήκε ανενόχλητη μέσα στο παλάτι και είπε:
Καλή σας ημέρα Εξοχότατε!
Καλωσήρθες κοπέλα μου… Λοιπόν…; Σου είπα να έρθεις μήτε καβάλα μα μήτε και περπατώντας, της είπε ο αυτοκράτορας ελαφρά σαστισμένος.
Ήρθα δεμένη στο πλάι του γαϊδάρου.
Είπα να μην πάρεις τον δρόμο, αλλά να μην βγεις και έξω από αυτόν.
Κι εγώ ήρθα από εκεί που ο δρόμος χωρίζεται στη μέση.
Ούτε ντυμένη μα ούτε γυμνή.
Να, είμαι τυλιγμένη με δίχτυ.
Να φοράς και να μη φοράς πουκάμισο;
Τώρα, σχεδόν το τελείωσα, ράβω το τελευταίο μανίκι.
Να έχεις μαζί σου κυνήγι, αλλά και να μην έχεις.
Τα σκυλιά σου αυτή τη στιγμή έχουν πάρει στο κατόπι το κυνήγι μου.
Θα σε παντρευτώ! είπε στο τέλος ο αυτοκράτορας, εμφανώς εντυπωσιασμένος από το κοφτερό μυαλό της κοπέλας.
Όπως θέλετε Μεγαλειότατε. Αλλά, αν θα έρθει κάποτε η μέρα που δεν θα αποδώσετε σωστά δικαιοσύνη, θα το κάνω εγώ, σύμφωνοι;
Σύμφωνοι, απάντησε ο αυτοκράτορας.
Κάλεσε όλους τους άρχοντες και τις αρχόντισσες του τόπου και διοργάνωσε έναν πραγματικά αυτοκρατορικό γάμο.
Δεν θα είχε περάσει μήνας από τον γάμο και στην επαρχία οργανωνόταν ένα μεγάλο πανηγύρι, το μεγαλύτερο της περιοχής. Ο αυτοκράτορας άφησε πίσω στο παλάτι τη γυναίκα του μονάχη της και πήγε μόνος του στο πανηγύρι. Καθώς εκείνη στεκόταν στο παράθυρό της και χάζευε έξω, είδε να περνάει ένας χωρικός με την αγελάδα του και το μοσχαράκι της. Αργότερα, σαν κόντευε να βραδιάσει εντελώς πια, η κοπέλα ξαναείδε τον χωρικό ο οποίος αυτή τη φορά έκλαιγε δυνατά και είχε μαζί του μόνο την αγελάδα του αλλά όχι το μοσχαράκι. Η αυτοκράτειρα τότε ζήτησε να της φέρουν μπροστά της τον χωρικό:
Γιατί κλαις άνθρωπέ μου; τον ρώτησε.
Πώς να μην κλαίω Εξοχοτάτη; Είχα εγώ εκεί το μοσχαράκι μου, πάω που λέτε στο πανηγύρι και να σου μπροστά μου κάτι Τούρκοι μου το παίρνουν, γιατί λέει οι δικές τους οι φοράδες το είχαν γεννήσει.
Μα δεν ήταν εκεί ο αυτοκράτορας να διευθετήσει το ζήτημα; ρώτησε ταραγμένη η αυτοκράτειρα.
Ήταν Μεγαλειοτάτη, μεγάλη η χάρη σας. Αλλά είπε πως αυτοί είχαν δίκιο.
Η αυτοκράτειρα είπε τότε στον χωρικό να επιστρέψει πάλι την επόμενη ημέρα και ν΄ απαιτήσει να γίνει δίκη, μιας και ο αυτοκράτορας θα γύριζε στο παλάτι από το πανηγύρι εκείνο το βράδυ: “Θα είμαι κι εγώ εκεί”, πρόσθεσε και τον δασκάλεψε τι να πει στη δίκη.
Το επόμενο πρωί, πριν καλά καλά ξημερώσει, ο χωρικός παρουσιάστηκε στο δικαστήριο και ζήτησε να μιλήσει με τον αυτοκράτορα. Εκείνος τον δέχτηκε στα ιδιωτικά του διαμερίσματα:
Καλή σας ημέρα Μεγαλειότατε, είπε ο χωρικός.
Να ‘σαι καλά. Τι σε φέρνει εδώ και μάλιστα τόσο νωρίς;
Μεγάλη η χάρη σου Εξοχότατε, άκου το πρόβλημά μου. Έχω έναν δεντρόκηπο, ο Θεός να τον ευλογεί Άρχοντά μου, που φτάνει μέχρι το ποτάμι. Πάω κι εγώ εκεί τα πρόβατά μου να βοσκήσουν και να πιουν νερό. Μια μέρα που λέτε, βγαίνει από το νερό ένας κυπρίνος και μου τρώει όλο το κοπάδι!
Μα τι είναι αυτές οι ανοησίες που μου ξεφουρνίζεις χωρικέ; Μήπως δεν είσαι στα καλά σου; Πώς μπορεί ένας κυπρίνος να φάει ολόκληρο κοπάδι πρόβατα;
Να με συγχωρεί η Εξοχότητά σας, αλλά τότε πώς μπορούν οι φοράδες των Τούρκων να έχουν γεννήσει το μοσχάρι μου;
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο αυτοκράτορας απαίτησε αμέσως να μάθει ποιος τον είχε βάλει να του μιλήσει έτσι. Ο χωρικός προσπάθησε να καθυστερήσει αλλάζοντας το θέμα και μακρηγορώντας, αλλά ο αυτοκράτορας τον απείλησε ότι, αν δεν του έλεγε αμέσως ποιος ήταν πίσω από όλα αυτά, πολύ κοντά στα πόδια του θα βρισκόταν σύντομα και το κεφάλι του. Αναγνωρίζοντας τη δυσμενή του θέση τότε ο χωρικός είπε στον αυτοκράτορα ό,τι είχε συμβεί. Σαν άκουσε την ιστορία ο αυτοκράτορας, θύμωσε πάρα πολύ και ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αμέσως την αυτοκράτειρα. Εξοργισμένος της είπε:
Φύγε από το παλάτι μου αμέσως! Πώς τολμάς να αμφισβητείς την κρίση μου;
Θα φύγω, του είπε ήρεμα η αυτοκράτειρα. Αλλά για χάρη μου, έλα να οργανώσουμε ένα τελευταίο φαγοπότι και μετά θα φύγω όπως μου πρόσταξες.
Ο αυτοκράτορας συμφώνησε και πράγματι οργάνωσε ένα μεγαλόπρεπο φαγοπότι για την αποχώρηση της αυτοκράτειρας. Όταν καταλάγιασε το γλέντι, προς το τέλος της βραδιάς, η αυτοκράτειρα σήκωσε το ποτήρι της και είπε να κάνει μια πρόποση: “Επέτρεψέ μου Μεγαλειότατε να πάρω, σαν φύγω από το παλάτι, αυτό που αγαπώ και εκτιμώ περισσότερο από κάθε τι άλλο μαζί μου”.
Ο αυτοκράτορας συμφώνησε. Το φαγοπότι συνεχίστηκε και η αυτοκράτειρα όλο και έβαζε στον αυτοκράτορα κρασί και όλο του ψιθύριζε γλυκόλογα στ’ αυτί και να σου πάλι το κρασί… μέχρι που ο αυτοκράτορας μέθυσε τόσο πολύ που έπεσε ξερός στο ντιβάνι του.
Η αυτοκράτειρα τότε, μαλακά και τρυφερά τον έβαλε σε μια άμαξα και τον πήγε στο πατρικό της. Το επόμενο πρωί ο αυτοκράτορας ξύπνησε στο πλευρό της αυτοκράτειρας, στο πατρικό της σπίτι όμως. Ρώτησε πού βρισκόταν:
Στο πατρικό μου Υψηλότατε, μαζί μου.
Πώς τόλμησες και με απήγαγες από το ίδιο μου το παλάτι;
Μα εσύ δεν μου έδωσες την άδεια να πάρω μαζί μου από το παλάτι αυτό που αγαπούσα και εκτιμούσα περισσότερο από κάθε τι; Έτσι κι εγώ, μιας και αγαπώ και εκτιμώ εσένα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, πήρα εσένα.
Σαν ο αυτοκράτορας άκουσε αυτά τα λόγια η καρδιά του σκίρτησε, φίλησε τρυφερά την αυτοκράτειρά του και της είπε: “Είσαι άξια της αγάπης μου. Ας γυρίσουμε πίσω στο παλάτι και σου υπόσχομαι πως από δω και μπρος η μόνη που θα αποδίδει δικαιοσύνη σε αυτόν τον τόπο, θα είσαι εσύ”.
Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα, ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα ζούσαν αρμονικά. Και όλες οι αποφάσεις που παίρνονταν ήταν στ’ αλήθεια δίκαιες. Μάλιστα τόσο μακριά έφτασε η φήμη αυτού του τόπου που, πέρα από στεριά και θάλασσα, αυτός ο τόπος έμεινε γνωστός ως η Δίκαιη Αυτοκρατορία.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1