Ο Ερημίτης
Ένας Μοϊκανός βρίσκεται μπροστά σε αρχηγό των Τσινούκ και γίνεται μια απίθανη ανταλλαγή πολιτισμών, με κερασάκι μια συγκινητική ιστορία για την αυτοθυσία του αρχηγού Σκουάμις.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Ερημίτης
Όταν ταξιδεύουμε αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού Καπιλάνο, αφήνοντας πίσω μας το φράγμα, θα συναντήσουμε μια εγκαταλελειμμένη καλύβα ξυλοκόπου κάπου ένα μίλι πριν την πόλη.
Αν αφήσουμε το μονοπάτι και πάμε αριστερά, διασχίζοντας τη χαμηλή βλάστηση για καμιά εκατοστή γιάρδες, θα βρεθούμε μπροστά στις βραχώδεις όχθες αυτού του αγνού και ακούραστου Καναδικού ποταμού. Το ποτάμι αυτό στοιχειώνεται από την πιο πλούσια παράδοση και λούζεται καθημερινά με δεκάδες μύθους που έρχονται να συναντηθούν με την ομορφιά και τη μεγαλειότητά του και που, αν ακούσει προσεκτικά κανείς, τα νερά του μας διηγούνται ψυθιρίζοντας. Τον παρακάτω μύθο τον έμαθα κι εγώ από μια γλυκιά φωνή, μια φωνή που έχει σωπάσει σήμερα, παρόλο που ο ποταμός συνεχίζει να κυλά. Και να τραγουδά ακόμη.
Έτσι μελωδικά τραγουδούσε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα πριν δυο καλοκαίρια όταν εγώ, ο αρχηγός, η καλοσυνάτη γυναίκα του και η πανέξυπνη κόρη τους λιαζόμασταν στα λεία βράχια χαζεύοντας τα σύννεφα να περνούν. Είχε πολύ όρεξη για ιστορίες εκείνη την ημέρα ο αρχηγός, τα λόγια μαζεύονταν στα χείλη του όπως το ανέμελο σφύριγμα μαζεύεται στα χείλη ενός μικρού αγοριού. Η καρδιά του ξεχείλιζε από ιστορίες παλαιότερων καιρών, τα μάτια του σκοτεινιάζαν από όνειρα θρηνώντας το πέρασμα των παλιών αυτών μύθων. Δεν υπήρχε βράχος, δέντρο και χορτάρι που να κοιτάξει και να μην το συνδέσει με κάποια αρχαία και ποιητική δεισιδαιμονία. Ξαφνικά, διακόπτοντας την ακατάπαυστη φλυαρία του, γύρισε και με ρώτησε αν ήμουν κι εγώ προληπτικός. Του απάντησα ότι βεβαίως και ήμουν: “Πιστεύεις πως κάποια γεγονότα μπορούν να φέρουν κακή τύχη αργότερα; Ή πως μπορούν να προμηνύουν το κακό”, ρώτησε.
Απέφυγα να του απαντήσω ευθέως και μάλλον η απάντηση που του έδωσα ήταν ικανοποιητική, έτσι φάνηκε τουλάχιστον. Άρχισε κατευθείαν να λέει την ιστορία του ερημίτη στο φαράγγι, περισσότερο με ένταση παρά ονειρικά. Πριν όμως με ρώτησε:
Τι γνώμη έχουν οι δικές σου φυλές, αυτές που ζουν στα ανατολικά των Μεγάλων Βουνών, για τα δίδυμα παιδιά; Κι εγώ απλά κούνησα το κεφάλι μου. Αρκετά, είπε πριν προλάβω ν΄ αρθρώσω λέξη, καταλαβαίνω ότι οι δικοί σου δεν τα συμπαθούν.
Τα δίδυμα παιδιά σ΄ εμάς είναι σχεδόν άγνωστα, κατάφερα να πω. Είναι πολύ σπάνια, αλλά ναι, η αλήθεια είναι πως δεν τα καλωσορίζουμε κιόλας.
Γιατί; ρώτησε ο αρχηγός απότομα.
Εμείς οι Ιροκουόι λέμε πως τα δίδυμα παιδιά είναι σαν τα κουνέλια, του απάντησα μετά από λίγη σκέψη - αν του έλεγα λάθος λέξεις ίσως και η ιστορία του να σταματούσε εκεί, πριν να προλάβει να μου τη διηγηθεί. Μα είχαμε καλή σχέση και είπα να το τολμήσω. Ο λαός μας πάντα έχει το παρατσούκλι Τοου-ουαν-ντα-να-γκα για τους γονείς των διδύμων και αυτό στα Μοϊκάνικα σημαίνει κουνέλι.
Αυτό μόνο; ρώτησε ερευνητικά.
Ναι αυτό. Δεν είναι αρκετό που δεν τα καλωσορίζουμε; του απάντησα με ερώτηση.
Έχεις περάσει πολύ καιρό ανάμεσα στα Χλωμά Πρόσωπα, είπε αφού σκέφτηκε για λίγο. Αυτοί τι γνώμη έχουν; Είπε, περίεργος να μάθει τι πίστευαν κι άλλοι πολιτισμοί για τα δίδυμα.
Α! Τα Χλωμά Πρόσωπα τα συμπαθούν! Είναι λένε.. είναι… Α! είναι λένε πολύ περήφανοι όταν κάνουν δίδυμα, τραύλισα.
Για άλλη μια φορά δεν ήμουν βέβαιος αν είχα ξεστομίσει χαζομάρα. Με κοίταξε με δυσπιστία και θεώρησα καλό να ρωτήσω τι πίστευαν οι Σκουάμις, η δική του φυλή για τα δίδυμα:
Δεν είναι κάτι που μας κάνει περήφανους, είπε αποφασιστικά. Αλλά ούτε και η ντροπή των κουνελιών. Είναι όμως σημάδι ότι κάτι τρομακτικό θα συμβεί - μεγάλο κακό θα βρει τον πατέρα τους και, ακόμη χειρότερα, ολόκληρη τη φυλή.
Δεν θα μου πεις γιατί, τον παρακάλεσα, σίγουρος πια πως κρατούσε μέσα του κάποιο γεγονός που επιβεβαίωνε αυτή τη δεισιδαιμονία.
Έγυρε λίγο προς τα πίσω πάνω στη λεία πέτρα και έπιασε με τις χούφτες του τα γόνατά του σφιχτά. Το βλέμμα του ταξίδεψε για λίγο στη μακρινή ροή του ποταμού και ξαφνικά ήρθε και κλείδωσε στη στροφή του ποταμού όπου το νερό ορμητικά κατευθυνόταν πια προς τη θάλασσα. Όση ώρα μου έλεγε την ιστορία αυτή τα μάτια του δεν σηκώθηκαν στιγμή από εκείνο το σημείο:
Ήταν ένα γκρίζο πρωινό όταν τον ενημέρωσαν για τη μεγάλη συμφορά που τον είχε βρει. Ήταν ένας μεγάλος αρχηγός και διοικούσε πολλές φυλές της βορειοδυτικής ακτής. Μα τι να την κάνει τέτοια δύναμη τώρα πια; Η γυναίκα του είχε γεννήσει δίδυμα και έκλαιγε με λυγμούς ολομόναχη μέσα στο ελάτινο καλύβι της δίπλα στα παλιρροϊκά νερά. Έξω από το σπίτι στέκονταν οι γηραιότεροι άνδρες και γυναίκες - γηραιοί στα χρόνια, γηραιοί στη σοφία, γηραιοί στους θρύλους και στη γνώση του λαού τους. Κάποιοι έκλαιγαν, κάποιοι τραγουδούσαν θρήνους για τις ελπίδες και την ευτυχία τους που δε θα γυρνούσαν ποτέ εξαιτίας αυτής της κακοτοπιάς. Άλλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα με δέος για το γεγονός αυτό και για ώρες συνέχιζαν έτσι, με διακοπές μόνο από τα κλάματα των δίδυμων αγοριών, τους λυγμούς της μητέρας τους και τα μουγκρητά αγωνίας του άμοιρου αρχηγού και πατέρα των παιδιών.
“Κάτι φρικτό θα συμβεί στη φυλή μας”, έλεγαν οι άνδρες του συμβουλίου.
“Κάτι φρικτό θα συμβεί στον άνδρα μου”, έκλαιγε η νεαρή μητέρα.
“Κάτι φρικτό θα συμβεί σε όλους μας”, αντηχούσε και ο δυστυχισμένος πατέρας.
Τότε τους πλησίασε κι ένας ηλικιωμένος, πανάρχαιος θεραπευτής. Σήκωσε τα χέρια του, τεντώνοντας τις παλάμες του δεξιά κι αριστερά έτσι ώστε να ησυχάσει τον θρήνο που τον περικύκλωνε. Η φωνή του είχε μέσα της το βάρος αμέτρητων χειμώνων, ενώ στο βλέμμα του αντικατοπτριζόταν σπιρτάδα και καθάρια σκέψη, όσο καθαρά αντικατοπτρίζονται οι βουνοκορφές στις πεστροφολίμνες του Καπιλάνο. Τα λόγια του ήταν μεστά, οι χειρονομίες του αρχοντικές και οι ώμοι του πρόδιδαν ανδρεία και συνάμα καλοσύνη. Η προσωπικότητά του αντιλαλούσε με τρόπο που κανείς δεν την αμφισβητούσε, η κρίση του έγινε αμέσως αποδεκτή και τα λόγια του βγήκαν αργά και καθάρια, σαν τη μοίρα: “Είναι ο παλιός νόμος των Σκουάμις, πως όταν πέσει κακό στη φυλή, ο πατέρας των διδύμων θα πρέπει να φύγει μόνος και να πάει μακριά. Στο βαθύτερο δάσος πρέπει να πάει κι έτσι στην απομόνωση και στη μοναξιά του να αποδειχθεί δυνατότερος του κακού και να νικήσει ενάντια στη σκιά που απειλεί τον ίδιο και τον λαό του. Εγώ θα ορίσω τον χρόνο που θα περάσει πολεμώντας αυτόν τον αόρατο εχθρό μονάχος. Θα του έρθει τρανό σημάδι από τη Φύση όταν το κακό αυτό ηττηθεί, όταν αυτός ο λαός θα σωθεί. Πρέπει να φύγει πριν να δύσει ο ήλιος και μπορεί να πάρει μαζί του μόνο το καλύτερο τόξο του, τα πιο καλοφτιαγμένα του βέλη και να ανέβει, να ανέβει πάνω στο βουνό μόνος, μόνος για δέκα μέρες - μόνος, μόνος”.
Η τρανή φωνή ησύχασε και η φυλή άρχισε τον θρήνο της. Ο πατέρας σηκώθηκε και στο πρόσωπο του ήταν εμφανής η αγωνία του, ακόμη κι αν η εξορία του ήταν σύντομη. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τις δυο ψυχούλες του, τα δυο του αγόρια, άρπαξε το αγαπημένο του τόξο και βέλη και κίνησε για το πυκνό δάσος σαν πολεμιστής. Μα δεν γύρισε σε δέκα μέρες, ούτε σε δέκα εβδομάδες, ούτε σε δέκα μήνες: “Είναι νεκρός”, είπε κλαίγοντας η μητέρα των αγοριών μέσα στα μωρουδίσια αυτάκια τους, “δεν κατάφερε να νικήσει το κακό που μας απειλεί, ήταν δυνατότερο από εκείνον - εκείνον, τόσο δυνατό, τόσο γενναίο, τόσο περήφανο”. “Είναι νεκρός”, είπαν και όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες της φυλής, “ο δυνατός, γενναίος μας αρχηγός είναι νεκρός”. Έτσι τον έκλαψαν όλον τον υπόλοιπο χρόνο κι όσο και να έψαλλαν, κι όσο και να έκλαιγαν, εκείνος δεν γύρισε πίσω.
Εντωμεταξύ, πάνω ψηλά στο βουνό Καπιλάνο, ο εξόριστος αρχηγός είχε φτιάξει το μοναχικό του σπιτάκι. Ποιος ξέρει από ποιο κόλπο του ήχου, ποιο φύσημα του αέρα, ποια χαμηλή νότα στη φωνή του θεραπευτή είχαν ξεγελαστεί τα εξαιρετικά αυτιά του αρχηγού; Ίσως ήταν απλά της μοίρας του να παρακούσει πως έπρεπε να μείνει εκεί δέκα χρόνια κι όχι δέκα μέρες και το είχε δεχτεί ηρωικά, έτσι έπρεπε να γίνει. Πίστευε βαθιά πως αν είχε αρνηθεί, μπορεί το κακό να μην έβρισκε τον ίδιο, μα τη φυλή του θα την έβρισκε οπωσδήποτε. Έτσι, ο νεαρός αρχηγός έγινε ένας από τους πολλούς που θα ζούσαν με το ρητό “Σωστό είναι να υποφέρει ένας για να γλυτώσουν οι πολλοί”, ένας πανάρχαιος ηρωισμός αυτοθυσίας.
Με το κυνηγετικό του μαχαίρι, ο εξόριστος αρχηγός Σκουάμις έβγαζε τον φλοιό από έλατα και κέδρους και σιγά σιγά έφτιαξε ένα μικρό σπίτι δίπλα στις όχθες του Καπιλάνο. Πηδούσαν πέστροφες και σολομοί και καμακώνονταν στα βέλη που είχε δέσει ο αρχηγός στην άκρη δοράτων που είχε φτιάξει. Όσο ταξίδευαν οι σολομοί εκείνος κάπνιζε και αφυδάτωνε τα ψάρια που έπιανε όπως θα έκανε για αυτόν η γυναίκα του. Από τα βέλη του έπεφταν βουνίσια πρόβατα και κατσίκια, ακόμη και μεγάλες μαύρες και καφέ αρκούδες. Τα γρήγορα ελάφια δεν ξαναγυρνούσαν πίσω στα κοπάδια τους σαν πήγαιναν να πιουν νερό στο ποτάμι, όλα έχαναν τη ζωή τους σαν τα σημάδευε ο αρχηγός. Καπνιστά κρέατα και σέλες διακοσμούσαν το πίσω μέρος του σπιτιού του, τα πατώματά του και το καθιστικό του ήταν ντυμένα με τα καλύτερα δέρματα καθώς και ο ίδιος. Επεξεργαζόταν τόσο καλά τα τομάρια των ελαφίνων που έφτιαχνε παντελόνια, μοκασίνια και πουκάμισα ράβοντάς τα με τένοντες από τα ζώα, όπως του είχε δείξει η μητέρα του τόσα χρόνια πριν. Μάζευε και αρκτοστάφυλα και έπινε τον χυμό τους, ένα πολύ υγιεινό διάλειμμα από το κρέας και το ψάρι.
Μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο καθόταν κοντά στη μοναχική του φωτιά, περιμένοντας να τελειώσει αυτή η μακρά απομόνωση. Μόνη του παρηγοριά, και αυτή που τον βοήθησε να ξεπεράσει τις κακουχίες, ήταν η ιδέα πως πολεμώντας το κακό, αντέχοντας ό,τι και να του συμβεί, η φυλή του θα σωζόταν.
Αργά, επίπονα έφτασε και το δέκατο έτος. Κάθε μέρα που περνούσε κρατούσε μια αιωνιότητα μέχρι που γινόταν εβδομάδες και η καρδιά του όλο και αδημονούσε για τον καιρό που έφτανε, ακόμη και αν η Φύση δεν του είχε στείλει το σημάδι που τόσο περίμενε.
Τότε, εκείνη τη ζεστή μέρα του καλοκαιριού, το πουλί του Κεραυνού ήρθε με καταστροφική δύναμη και προσγειώθηκε στα βουνά γύρω του. Από την αγκαλιά του ωκεανού σηκώθηκε το σύννεφο της καταιγίδας και το πουλί του Κεραυνού έριξε το αστραφτερό του βλέμμα σε κάθε ρωγμή και φαράγγι.
Σε μια πλαγιά σηκώνεται μια στήλη γρανίτη, ψηλή ως τον ουρανό. Την λένε Κεραυνό του Βράχου και οι σοφοί των Χλομών Προσώπων θαρρούν πως έχει πολλά μεταλλεύματα στη βάση της - χαλκό, ασήμι και χρυσάφι. Στη βάση αυτή πήγε και κρύφτηκε ο αρχηγός όταν η καταιγίδα άρχισε μαίνεται με νερό να πέφτει σε κάθε σπιθαμή της Γης. Στην κορυφή της στήλης τότε στάθηκε το πουλί του Κεραυνού χτυπώντας τα μεγαλόπρεπα φτερά του προκαλώντας εκκωφαντικούς ήχους, τρομακτικές εκρήξεις, λες και γκρεμίζονταν πανάρχαιοι κέδροι από πανύψηλα βουνά.
Σαν όμως κόπασε ο θόρυβος και ησύχασαν οι πεδιάδες και τα φαράγγια, ο αρχηγός σηκώθηκε στα δυο του πόδια άλλος άνθρωπος. Η σκιά που πλάκωνε την ψυχή του είχε φύγει πια και οι φόβοι του είχαν κατακτηθεί. Το μυαλό του, το αίμα του, οι φλέβες και οι μύες του ήταν πλέον καθαροί από το δηλητήριο της μελαγχολίας. Είχε πια πληρώσει το λάθος του να γίνει πατέρας διδύμων και είχε υπακούσει τους νόμους της φυλής του.
Με τον τελευταίο ξεψυχισμένο ήχο των φτερών του πουλιού του Κεραυνού που ακούγονταν όλο και πιο σιγά, κατάλαβε ότι και αυτό τώρα πέθαινε. Κοίταξε και είδε την ψυχή του να αφήνει πίσω της το τρομακτικό κατάμαυρο κορμί του και να υψώνεται στον ουρανό όπου και θα έπαιρνε τη νέα του θέση. Είδε το πουλί του Κεραυνού να τεντώνει περήφανα το κεφάλι του μπροστά και να κατευθύνεται προς τους Ευτυχισμένους Κυνηγότοπους και την ψυχή του να παίρνει χίλια χρώματα που στροβιλίστηκαν στον αέρα πηδώντας από βουνοκορφή σε βουνοκορφή. Ο αρχηγός κατέβασε το βλέμμα και κοίταξε τον τόπο γύρω του μιας και κατάλαβε πως το σημάδι για το οποίο του είχε μιλήσει ο γερό-θεραπευτής είχε επιτέλους φανεί. Τώρα θα μπορούσε να λήξει την εξορία του.
Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, τα δυο δίδυμα αγοράκια όλο και ρωτούσαν: “Πού είναι ο πατέρας μας; Εμείς γιατί δεν έχουμε πατέρα όπως τα άλλα παιδιά” και η μόνη απάντηση που έπαιρναν ήταν “Ο πατέρας σας δεν υπάρχει πια. Ο πατέρας σας και τρανός αρχηγός μας, έχει πεθάνει”.
Μα κάποιο παράξενο υιικό προαίσθημα τους έλεγε πως ο άρχοντας του τόπου θα ξαναγυρνούσε. Το έλεγαν μάλιστα συχνά στη μητέρα τους, αλλά εκείνη αμέσως άρχιζε να κλαίει και να τους λέει ότι ούτε τα πιο δυνατά ξόρκια του γερο-θεραπευτή δεν θα μπορούσαν να φέρουν πίσω τον πατέρα τους. Μια μέρα όμως που έκλειναν τα δέκα, τα αγόρια πλησίασαν τη μητέρα τους χέρι-χέρι. Μαζί τους είχαν και τα κυνηγετικά τους μαχαίρια, τα δόρατα για να πιάνουν σολομό και τα μικρά τους τόξα και βέλη:
Πάμε να βρούμε τον πατέρα μας, είπαν.
Τι ανόητη αναζήτηση! άρχισε να κλαίει η μάνα.
Τι ανόητη αναζήτηση! συμφώνησε και όλη η φυλή.
Μα ο γερο-θεραπευτής είπε: “Η καρδιά ενός παιδιού έχει αόρατα μάτια. Ίσως να είναι αυτά τα παιδικά μάτια που μπορούν και τον βλέπουν. Η καρδιά ενός παιδιού έχει και αόρατα αυτιά. Ίσως είναι αυτά τα παιδικά αυτιά που τον ακούν να τους φωνάζει. Αφήστε τα να πάνε”. Και έτσι τα αγόρια τράβηξαν για το δάσος. Τα μικρά τους ποδαράκια έτρεχαν λες και είχαν φτερά και οι νεανικές τους καρδιές τραβούσαν κατευθείαν για τον Βορρά λες και είχαν μαζί τους τις πυξίδες των λευκών. Μέρα με τη μέρα ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στο βουνό ώσπου, σε μια στροφή είδαν μπροστά τους μια καλύβα από σκούρο φλοιό και γαλάζιο καπνό να βγαίνει από την τρύπα της οροφής: “Του πατέρα μας είναι η καλύβα αυτή”, είπαν ο ένας στον άλλο μιας και οι παιδιάστικες καρδιές τους ήταν αλάνθαστες όταν κάτι αφορούσε την οικογένεια τους. Χέρι-χέρι πλησίασαν και μόλις μπήκαν στην καλύβα ακούστηκε ένα δυνατό: “Ελάτε!”.
Ο τρανός αρχηγός Σκουάμις τέντωσε τα χέρια του προς τους γιούς του, ύστερα προς τον γελαστό ποταμό και ύστερα προς το βουνό: “Καλωσορίσατε παιδιά μου!”, είπε “και αντίο βουνά αδέρφια μου, αντίο φαράγγια και αντίο βράχια!” και κρατώντας στο κάθε του χέρι από ένα παιδάκι που γελούσε κατέβηκε να ξαναβρεί τον λαό του.
Ο θρύλος είχε τώρα τελειώσει.
Έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Πήρε και το βλέμμα του από το σημείο του ποταμού όπου είχε δει για πρώτη φορά ο ερημίτης τα παιδιά του μετά από δέκα χρόνια μοναξιάς. Τότε ξαναείπε ο αρχηγός: “Εδώ ήταν, εδώ που καθόμαστε τόση ώρα, η καλύβα του. Εδώ είχε μείνει δέκα χρόνια ολομόναχος”.
Κούνησα το κεφάλι μου σιωπηλά. Η ιστορία μου είχε φανεί πολύ όμορφη και δεν ήθελα να τη λερώσω με σχόλια. Μείναμε ακόμη λίγο στη σιωπή και όταν άρχισε να σουρουπώνει, αρχίσαμε πάλι να κατεβαίνουμε προς την πόλη.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1