podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Μακρύς, ο Πλατύς και ο Αετομάτης

Από τη Βοημία και όχι μόνο, ο Μακρύς, ο Πλατύς και ο Αετομάτης προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον νεαρό πρίγκιπα που παλεύει να σώσει την αγαπημένη του!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Ο Μακρύς, ο Πλατύς και ο Αετομάτης


Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς, μεγάλος πια σε ηλικία που είχε ένα μοναχογιό. Μια μέρα κάλεσε τον γιο του μπροστά του και του είπε: «Αγαπημένο μου παιδί, γνωρίζεις ότι οι παλιοί καρποί πέφτουν για να κάνουν χώρο στους νεότερους. Το μάτια μου έχουν ήδη γεράσει και σύντομα δε θα ξαναδούν το φως του ήλιου. Αλλά πριν πάω στην τελευταία μου κατοικία, θα ήθελα να δω τη γυναίκα που θα παντρευτείς, τη μέλλουσα θυγατέρα μου. Παντρέψου, γιέ μου!».


«Θα το ήθελα πολύ πατέρα μου, μα δεν έχω νύφη και ούτε ξέρω και καμία», απάντησε ο πρίγκηπας.


Ο βασιλιάς έβαλε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε ένα χρυσό κλειδί και το έδειξε στον γιο του λέγοντας: «Ανέβα στον πύργο, κοίτα καλά τριγύρω και πες μου ποια σου αρέσει».


Ο πρίγκηπας έσπευσε να κάνει όπως του είχε προστάξει ο πατέρας του. Κανείς ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία δεν είχε ανέβει σε αυτόν τον πύργο μα ούτε και ήξερε τι υπήρχε εκεί μέσα. Σαν έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι είδε στο ταβάνι μια μικρή σιδερένια καταπακτή. Ήταν κλειδωμένη. Ο πρίγκηπας χρησιμοποίησε το χρυσό κλειδί, την άνοιξε και σκαρφάλωσε μέσα στο άνοιγμα. Βρέθηκε στη μέση ενός κυκλικού δωματίου. Το ταβάνι είχε το βαθύ μπλε μιας έναστρης νύχτας με ασημένια αστεράκια να λαμπυρίζουν. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με ένα πράσινο μεταξωτό χαλί και οι τοίχοι είχαν δώδεκα ψηλά παράθυρα. Τα κουφώματά τους ήταν χρυσά και στα κρυστάλλινα τζάμια τους βρίσκονταν ζωγραφισμένες με τα χρώματα του ουράνιου τόξου δώδεκα καλλονές, στεφανωμένες με βασιλικά στέμματα, όλες ντυμένες διαφορετικά, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Καθώς το βλέμμα του πρίγκηπα κοιτούσε τις κοπέλες προσεκτικά, του φάνηκε πως άρχισαν να κινούνται, σα να γύρισαν ανεπαίσθητα προς το μέρος του, τον κοίταξαν και του χαμογέλασαν, σα να ήταν όντως ζωντανές.


Ένα όμως από τα δώδεκα παράθυρα ήταν καλυμμένο με ένα λευκό σεντόνι και ο πρίγκηπας το πλησίασε και τράβηξε το κάλυμμα να δει τι κρυβόταν από πίσω. Εκεί ήταν μια κοπέλα με κατάλευκο φόρεμα και ασημένια αστραφτερή ζώνη, με μαργαριταρένιο στέμμα και, παρόλο που ήταν στα σίγουρα η ομορφότερη όλων, ήταν θλιμμένη και χλωμή, τόσο χλωμή που σα να σηκώθηκε μόλις από το νεκρικό της κρεββάτι. Ο πρίγκηπας κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά σε αυτό το όραμα, σαν να είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό και όσο περισσότερο κοίταζε, τόσο η καρδιά του γέμιζε στενοχώρια, μέχρι που είπε: «Αυτή θα πάρω και καμία άλλη». Λέγοντας αυτό, η χλωμή καλλονή υποκλίθηκε, κοκκίνησε σαν τριαντάφυλλο, ενώ οι υπόλοιπες κοπέλες εξαφανίστηκαν μεμιάς.


Ο πρίγκηπας επέστρεψε στην αίθουσα του θρόνου όπου και είπε στον πατέρα του τί είχε συμβεί και ποια κοπέλα είχε διαλέξει. Το πρόσωπο του βασιλιά αμέσως σκοτείνιασε, σκέφτηκε για λίγο και είπε στον γιο του: «Γιε μου, δεν έκανες καλά που σήκωσες το κάλυμμα εκείνου του παραθύρου και τα λόγια που ξεστόμισες σε έβαλαν σε τρομερό κίνδυνο. Αυτή η κοπέλα είναι αιχμάλωτη ενός πανίσχυρου μάγου και είναι φυλακισμένη μέσα σε ένα σιδερένιο κάστρο. Από όσους έχουν τολμήσει να την ελευθερώσουν, κανείς δεν έχει γυρίσει πίσω. Μα τώρα πια είναι αργά, ο λόγος ο δοσμένος είναι νόμος. Πήγαινε! Δοκίμασε κι εσύ και σου εύχομαι να γυρίσεις πίσω σώος και αβλαβής».


Ο πρίγκηπας άφησε τον πατέρα του, καβάλησε το άλογό του και πήρε το δρόμο προς αναζήτηση της μέλλουσας γυναίκας του. Στον δρόμο του συνάντησε ένα δάσος, που όσο το διέσχιζε τόσο πυκνότερο γινόταν, ώσπου έχασε τον δρόμο του τελείως. Καθώς περιπλανιόταν αποπροσανατολισμένος μέσα από σκοτεινά κλαδιά και ατμοσφαιρικά έλη, άκουσε μια φωνή πίσω του: «Έι εσύ, σταμάτα!». Ο πρίγκηπας κοίταξε τριγύρω και είδε στο βάθος έναν ψηλό άντρα να έρχεται προς το μέρος του με ταχύτητα: «Περίμενε και άσε με να έρθω μαζί σου. Σου υπόσχομαι ότι αν με πάρεις στην υπηρεσία σου, δεν θα το μετανιώσεις!», είπε ο ξένος. «Ποιος είσαι και τι ακριβώς μπορείς να κάνεις;» ρώτησε ο πρίγκηπας. «Με λένε Μακρύ και μπορώ να ψηλώσω. Να, βλέπεις εκείνη εκεί τη φωλιά πάνω στο κυπαρίσσι; Θα σου τη φέρω, χωρίς να χρειαστεί να το σκαρφαλώσω».


Ο Μακρύς τότε άρχισε να τεντώνεται και να τεντώνεται και να τεντώνεται, ωσότου έγινε τόσο ψηλός όσο το κυπαρίσσι. Πλησίασε τη φωλιά, την κατέβασε προσεκτικά, έγινε πάλι κανονικός στο ύψος και την έδωσε στον πρίγκηπα. «Είσαι όντως εντυπωσιακός, αλλά τι να μου χρησιμεύσει μια φωλιά όταν δεν μπορείς καν να με βγάλεις από αυτό το δάσος;»


«Αυτό; Αυτό είναι το μόνο εύκολο!», είπε ο Μακρύς και άρχισε πάλι να τεντώνεται και να τεντώνεται ώσπου έγινε τρεις φορές ψηλότερος από το ψηλότερο δέντρο του δάσους, κοίταξε γύρω του και είπε: «Μου φαίνεται ότι ο πιο σύντομος δρόμος για να φύγουμε από το δάσος είναι από εκεί» και λέγοντας αυτό ξαναμίκρυνε, έπιασε το άλογο του πρίγκηπα από το χαλινάρι και μέχρι ο πρίγκηπας να πάρει δυο ανάσες, είχαν βγει κιόλας από το δάσος. Μπροστά τους βρισκόταν μια πεδιάδα, και πέρα το ψηλό τείχος μιας πόλης, ενώ πέρα κι απ’ αυτήν βουνά με πυκνά δάση.


«Εκεί κάτω αφέντη μου βρίσκεται ο πολύ καλός μου φίλος», είπε ξάφνου ο Μακρύς και έδειξε κατά την πεδιάδα, «να τον κάνεις κι αυτόν υπηρέτη σου, πιστεύω ότι θα σε υπηρετήσει πιστά και θα σου φανεί χρήσιμος».


«Φώναξέ τον να εμφανιστεί μπροστά μου, να δω τι μπορεί να κάνει κι αυτός», είπε ο πρίγκηπας.


«Είναι πολύ μακριά για να μας ακούσει από εδώ», απάντησε ο Μακρύς, «και θα του πάρει πολύ καιρό να μας φτάσει ακόμη κι αν μας άκουγε, έχει βλέπεις πολύ βαρύ φορτίο να κουβαλήσει. Θα πάω να τον βρω εγώ, θα είναι πιο εύκολα έτσι». Και ο Μακρύς άρχισε πάλι το τέντωμα, αυτή τη φορά τόσο πολύ, που χάθηκε μέσα στα σύννεφα, έκανε ένα, δύο, τρία βήματα, πήρε το φίλο του από τον αγκώνα και τον παρουσίασε στον πρίγκηπα. Ο καινούριος της παρέας ήταν κοντούλης και μυώδης και η κοιλιά του έμοιαζε μεγάλη σαν βαρέλι: «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ο πρίγκηπας, «και τι μπορείς να κάνεις;». Ο δυνατός άνθρωπος του απάντησε: «Με λένε Πλατύ, αφέντη μου, και μπορώ να πλαταίνω». Ο πρίγκηπας τότε είπε: «Για κάνε μου μια επίδειξη». Και καθώς ο Πλατύς άρχισε να πλαταίνει, φώναξε: «Γρήγορα πρίγκηπά μου, γύρνα πίσω στο δάσος!».


Ο πρίγκηπας δεν κατάλαβε καλά καλά γιατί έπρεπε να φύγει τόσο βιαστικά. Μόλις όμως είδε τον Μακρύ να μπαίνει κι αυτός όλο φούρια πίσω στο δάσος, τότε σπιρούνιασε το άλογό του και κάλπασε ξοπίσω του. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί ο Πλατύς απλώθηκε τόσο πολύ που θα τον είχε συνθλίψει, ήταν λες και εμφανίστηκε ένα βουνό από το πουθενά. Ο Πλατύς σταμάτησε να απλώνεται και ξαναγύρισε στο αρχικό του μέγεθος, σηκώνοντας τέτοιο αέρα, που τα δέντρα λύγισαν. «Πολύ καλό κόλπο!» είπε ο πρίγκηπας, «δεν είναι εύκολο να βρει κανείς άνθρωπο με τις δικιές σου ικανότητες. Έλα κι εσύ μαζί μας».


Οι τρεις τους συνέχισαν το ταξίδι τους. Καθώς πλησίασαν κάτι ψηλά βράχια, είδαν έναν άντρα, που γύρω από τα μάτια του είχε τυλιγμένο έναν επίδεσμο . «Αφέντη μου, αυτός είναι ο τρίτος της παρέας μας», είπε ο Μακρύς, «πρέπει να τον πάρεις κι αυτόν στην υπηρεσία σου. Είμαι σίγουρος ότι θα αξίζει το καθημερινό του γεύμα”.


«Και ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο πρίγκηπας, «και γιατί τα μάτια σου είναι δεμένα με αυτό το πανί; Δεν βλέπεις πού πηγαίνεις.»


«Κάθε άλλο αφέντη μου! Φοράω το πανί γύρω από τα μάτια μου γιατί παραβλέπω καλά. Με το πανί βλέπω, όπως βλέπετε όλοι εσείς οι υπόλοιποι. Αν το βγάλω και κοιτάξω γύρω μου, βλέπω τα πάντα κι αν κοιτάξω κάτι έντονα, τότε αυτό αρπάζει φωτιά. Κι αν είναι κάτι που δεν πιάνει φωτιά, τότε σπάει σε χιλιάδες κομματάκια. Το όνομά μου είναι Αετομάτης». Με αυτά τα λόγια γύρισε προς τη μεριά ενός βράχου, έβγαλε το πανί από τα μάτια του και κοίταξε τον βράχο με το έντονο, πυρωμένο βλέμμα του. Ο βράχος άρχισε να τρίζει, να τρέμει και να σπάει, κομμάτια άρχισαν να φεύγουν δεξιά κι αριστερά και πολύ σύντομα είχε γίνει όλος άμμος και μάλιστα ζεστή. Είχε μια λάμψη σαν από φωτιά που ακόμη καίει κι όταν ο Αετομάτης πήγε κι έφερε λίγη άμμο στον πρίγκηπα, εκείνος είδε πως ήταν ατόφιο χρυσάφι!


«Χέιχο! Είσαι σίγουρα ανεκτίμητος!», είπε ο πρίγκηπας, «ποιος δεν θα ήθελε να σε έχει στη συντροφιά του; Θα σε πάρω στην υπηρεσία μου! Μιας και βλέπεις τόσο καλά, μπορείς να μου πεις πόσο ακόμη έχουμε μέχρι να φτάσουμε στο σιδερένιο κάστρο και τι συμβαίνει εκεί τώρα;»


«Αν πήγαινες καβάλα μόνος σου πρίγκηπα, δε θα έφτανες ούτε σε ένα χρόνο από τώρα. Αλλά με τη βοήθειά μας θα είσαι εκεί προτού καν σερβιριστεί το δείπνο».


«Και η μέλλουσα γυναίκα μου τι κάνει;»


«Κλεισμένη πίσω από σίδερα βαριά

Σε πύργο ψηλό

Με παράπονο πικρό

Ένας μάγος την φυλάει καλά»


Και ο πρίγκηπας φώναξε: «Όποιος έχει καλοσύνη στην ψυχή του, ας με βοηθήσει να την ελευθερώσουμε!» και όλοι βάλθηκαν να τον βοηθήσουν. Τον οδήγησαν ανάμεσα από τα βράχια και διέσχισαν το πέρασμα που δημιούργησε ο Αετομάτης με το βλέμμα του και συνέχισαν, μέσα από άλλους βράχους, διασχίζοντας ψηλά βουνά και πυκνά δάση και όποτε η παρέα έβρισκε εμπόδιο στον δρόμο της, οι τρεις θαυμαστοί υπηρέτες έβρισκαν τρόπο να το ξεπεράσουν. Πλησιάζοντας τη Δύση, τα βουνά δεν ήταν πια τόσο ψηλά, τα δάση δεν ήταν τόσο πυκνά και τα ψηλά βράχια δεν ήταν πια, παρά μεγάλες πέτρες ανάμεσα στη χαμηλή βλάστηση. Με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, ο πρίγκηπας είδε σε μικρή απόσταση τον ψηλό σιδερένιο πύργο. Σπιρούνιασε το άλογό του και μόλις η τελευταία ακτίνα του ήλιου κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα, εκείνος και οι τρεις υπηρέτες του πέρασαν τη γέφυρα και μπήκαν από τη βαριά σιδερένια πύλη που έκλεισε πίσω τους ερμητικά. Ήταν κι αυτοί πια παγιδευμένοι στο σιδερένιο κάστρο.


Κοιτάζοντας τριγύρω τους είδαν, πως το εσωτερικό προαύλιο του κάστρου ήταν ήσυχο. Ο πρίγκηπας πλησίασε τους στάβλους για να αφήσει το άλογο και βρήκε έτοιμο σανό, νερό και μια θέση να κοιμηθεί το πιστό του άτι. Προχωρώντας πιο βαθιά στο κάστρο είδε πως όπως και στον στάβλο στους κήπους, στη μεγάλη αίθουσα και στα δωμάτια, παντού στέκονταν καλοντυμένοι άνθρωποι, ευγενείς και υπηρέτες, όλοι ακίνητοι – είχαν μεταμορφωθεί σε πέτρινα αγάλματα. Περνώντας έτσι από δωμάτιο σε δωμάτιο, η παρέα κατέληξε στην τραπεζαρία. Φωτισμένη με εντυπωσιακούς πολυελαίους, στο κέντρο της ήταν στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι για τέσσερις, με τα πιο λαχταριστά φαγητά που είχαν όλοι ματαδεί. Μα εκείνοι είπαν να περιμένουν, σε περίπτωση που ερχόταν κάποιος. Περίμεναν και περίμεναν, μα κανείς δεν ήρθε και, κουρασμένοι και πεινασμένοι από το μακρύ τους ταξίδι όπως ήταν, έκατσαν στο τραπέζι κι έφαγαν ό,τι τραβούσε η όρεξή τους.


Μόλις τελείωσαν το γεύμα τους, είπαν να ψάξουν να βρουν κάπου να ξαποστάσουν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε διάπλατα και μέσα μπήκε ο μάγος του κάστρου. Ήταν γέρος, με σκυμμένη πλάτη, ήταν φαλακρός με μια μακριά γενειάδα ως το πάτωμα, φορούσε μια μακριά μαύρη ρόμπα και στη μέση του είχε τρεις σιδερένιους κρίκους αντί ζώνης. Μαζί του έσερνε μια πανέμορφη κοπέλα ντυμένη στα λευκά. Στη μέση της είχε έναν ασημένιο κρίκο και στο κεφάλι φορούσε μια μαργαριταρένια κορώνα αλλά φαινόταν τόσο θλιμμένη και χλωμή, σαν να είχε μόλις σηκωθεί από τον τάφο της. Ο πρίγκηπας την αναγνώρισε αμέσως και έσπευσε να την πλησιάσει, μα πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, τον πρόλαβε ο μάγος: «Ξέρω γιατί έχεις έρθει εδώ, θέλεις να πάρεις την πριγκίπισσα μακριά μου. Ας είναι λοιπόν! Πάρ’ την και μην τη χάσεις από τα μάτια σου για τα επόμενα τρία βράδια. Αν τη χάσεις, εσύ και οι υπηρέτες σου θα γίνετε όλοι αγάλματα, όπως και τόσοι άλλοι πριν από εσάς» και λέγοντας αυτά, έκανε νόημα στην πριγκίπισσα, η οποία πήγε υπάκουα και έκατσε σε μια πολυθρόνα, ενώ ο μάγος εξαφανίστηκε.


Ο πρίγκηπας όντως δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από την πριγκίπισσα, τόση ήταν η ομορφιά της. Άρχισε να της μιλάει και να τη ρωτάει διάφορα πράγματα, εκείνη όμως παρέμενε σιωπηλή κι ούτε φωνή ούτε χαμόγελο έβγαινε από τα χείλη της. Τα μάτια της δεν κοιτούσαν κανέναν, έτσι που έμοιαζε κι εκείνη σαν ένα από τα αγάλματα. Ο πρίγκηπας έκατσε στο πλάι της και, αποφασισμένος να μην την αφήσει ούτε ένα λεπτό, πρόσταξε στους υπηρέτες του: ο Μακρύς τεντώθηκε και τεντώθηκε, ώσπου περικύκλωσε όλο το δωμάτιο, ο Πλατύς στάθηκε δίπλα στη πόρτα και απλώθηκε κι απλώθηκε ώσπου την σφράγισε και ο Αετομάτης πήγε κι ανέβηκε σε μια κολώνα στο κέντρο του δωματίου και φιλούσε τσίλιες. Μετά από λίγο όμως, ένας ένας αισθάνθηκαν τα μάτια τους να βαραίνουν και ένας ένας όλοι τους κοιμήθηκαν τόσο ήρεμα και τόσο βαθιά, σαν ο μάγος να τους είχε βάλει στο πιο άνετο κρεββάτι.


Το πρωί λίγο πριν ξημερώσει, ο πρίγκηπας ξύπνησε πρώτος και συνειδητοποίησε – και εκεί η καρδιά του πόνεσε βαθιά – πως η πριγκίπισσα είχε εξαφανιστεί! Σήκωσε αμέσως τους υπηρέτες του και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν: «Μη σε νοιάζει αφέντη», είπε ο Αετομάτης και πήγε στο περβάζι του παραθύρου ψάχνοντας έξω. «Να τη, την βλέπω. Γύρω στα 100 χιλιόμετρα από εδώ είναι ένα δάσος και στο κέντρο του μια γέρικη βελανιδιά και στην κορυφή της βελανιδιάς ένα μοναχικό βελανίδι – αυτή είναι το βελανίδι». Ο Μακρύς τότε σήκωσε τον Αετομάτη στους ώμους του, τεντώθηκε και τεντώθηκε και με τις οδηγίες του Αετομάτη διάνυσε τα χιλιόμετρα δέκα-δέκα!


Όση ώρα παίρνει να περπατήσει κανείς γύρω από ένα μικρό καλυβάκι, τόσο γρήγορα πήγαν και ήρθαν και ο Μακρύς παρέδωσε το βελανίδι στον πρίγκηπα. «Αφέντη, άσ’ το να πέσει στο πάτωμα», και ο πρίγκηπας άφησε το βελανίδι από το χέρι του και μεμιάς εμφανίστηκε δίπλα του η πριγκίπισσα. Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου τώρα να ζεσταίνουν όλο το δωμάτιο, η πόρτα άνοιξε βίαια και όρμησε μέσα ο μάγος με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη. Βλέποντας όμως την πριγκίπισσα εκεί, η έκφρασή του άλλαξε και συνοφρυώθηκε, γρύλλισε και κρρράκ! ένας από τους σιδερένιους κρίκους στη μέση του έπεσε στο πάτωμα. Έπειτα, πήρε την πριγκίπισσα απότομα από το χέρι και την οδήγησε έξω από το δωμάτιο.


Για την υπόλοιπη μέρα ο πρίγκηπας δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει από το να γυρίζει τριγύρω στο κάστρο και να θαυμάζει όλα τα εκλεκτά πράγματα που ήταν εκεί. Η αίσθηση όμως, πως όλη η ζωή του κάστρου σταμάτησε σε μια στιγμή, ήταν πολύ έντονη. Σε μια αίθουσα είδε έναν νεαρό πρίγκιπα που κρατούσε με τα δυο του χέρια ένα ξίφος έτοιμος να επιτεθεί, κάτι που δεν έγινε ποτέ, μιας και μεταμορφώθηκε σε άγαλμα πριν προλάβει. Σε μιαν άλλη, βρισκόταν ένας ιππότης που σαν να έτρεχε να ξεφύγει από κάτι, το πρόσωπό του γεμάτο τρόμο, ενώ το σώμα του είχε παγώσει σε στάση που έχει κάποιος όταν μόλις έχει σκοντάψει και είναι έτοιμος να πέσει κάτω. Δίπλα στο τζάκι, ο πρίγκηπας είδε έναν υπηρέτη, που κρατούσε ένα κομμάτι ψημένο κρέας και το πλησίαζε στο στόμα του, έτοιμος να το φάει, μια κίνηση που δεν ολοκληρώθηκε, παρά έμεινε εκεί παγωμένη. Και πολλούς άλλους είδε ο πρίγκηπας, ο καθένας τους παγωμένος, όπου και να βρισκόταν, ό,τι και να έκανε, τη στιγμή που ο μάγος είπε «Να γίνουν όλοι πέτρα». Είδε και άλογα μαρμαρωμένα, δέντρα χωρίς φύλλα, λιβάδια χωρίς καλλιέργειες, ποταμάκια που δεν κυλούσαν, κανένα πουλί δεν κελαηδούσε, κανένα λουλούδι δεν άνθιζε, κανένα ψαράκι δεν κολυμπούσε, όλη η ζωή μέσα και γύρω από το κάστρο είχε παύσει.


Πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό πάντα ήταν στρωμένα για τους τέσσερις καλεσμένους του Πύργου, τα φαγητά κατέφταναν από μόνα τους και τα ποτά ξαναγέμιζαν από το πουθενά. Μόλις ο πρίγκιπας και οι υπηρέτες του τελείωσαν το γεύμα τους, οι πόρτες της τραπεζαρίας άνοιξαν διάπλατα και για άλλη μια φορά ο μάγος εμφανίστηκε, σέρνοντας από το χέρι και την πριγκίπισσα. Αυτήν τη φορά όλοι τους προσπάθησαν ακόμη πιο σκληρά να μην αποκοιμηθούν, αλλά ξανά όλες τους οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες. Και όταν, πριν χαράξει η αυγή, ο πρίγκιπας ξύπνησε και είδε πως η πριγκίπισσα είχε πάλι εξαφανιστεί, ταρακούνησε και ξύπνησε τον Αετομάτη: «Ε! Αετομάτη, ξύπνα και σήκω! Βλέπεις πουθενά την πριγκίπισσά μου;» Εκείνος έτριψε τα φλεγόμενα μάτια του, κοίταξε έξω από το παράθυρο και είπε: «Να τη, την βλέπω. Σε 200 χιλιόμετρα είναι ένα βουνό και μέσα στο βουνό ένας μεγάλος βράχος και μέσα στον βράχο ένα πολύτιμο πετράδι – αυτή είναι το πετράδι. Αν με πάει μέχρι εκεί ο Μακρύς, θα την σώσω».


Ξανά ο Μακρύς ανέβασε τον Αετομάτη στους ώμους του, τεντώθηκε και τεντώθηκε και άρχισε να διανύει την απόσταση είκοσι-είκοσι χιλιόμετρα στο κάθε του βήμα! Ο Αετομάτης κάρφωσε το βλέμμα του στο βουνό και αυτό σείστηκε, μια χαράδρα σχηματίστηκε ακριβώς στη μέση του και μεμιάς το βουνό και ο βράχος έγιναν χίλιες μικρές πέτρες, αποκαλύπτοντας στο κέντρο το πολύτιμο, λαμπερό πετράδι. Το πήραν και το έδωσαν στον πρίγκηπα, εκείνος το άφησε να πέσει στο έδαφος και για άλλη μια φορά εμφανίστηκε δίπλα του η πριγκίπισσα. Όταν είδε αργότερα ο μάγος πως η πριγκίπισσα ήταν πάλι εκεί, το πρόσωπό του κοκκίνησε από θυμό και κρρρρρακ! άλλος ένας σιδερένιος κρίκος έπεσε από τη μέση του. Μουρμούρησε κάτι θυμωμένα, άρπαξε την πριγκίπισσα και αποχώρησαν.


Η μέρα επαναλήφθηκε ακριβώς όπως η προηγούμενη και μετά το δείπνο, αφού ο μάγος έφερε την πριγκίπισσα στην τραπεζαρία, κοίταξε τον πρίγκιπα πονηρά στα μάτια και με περιφρόνηση του είπε: «Θα δούμε ποιος είναι το ταίρι ποιανού, αν θα είσαι εσύ ο νικητής ή εγώ» και με αυτό αποχώρησε. Ο πρίγκιπας και οι μαγικοί του υπηρέτες έβαλαν τα δυνατά τους και δοκίμασαν τα πάντα για να μην κοιμηθούν, ακόμη και όρθιοι στάθηκαν όλο το βράδυ για να μην τους πάρει ο ύπνος, αλλά αλίμονο, τα μάγια ήταν πολύ δυνατά και πάλι ένας ένας σωριάστηκαν σε βαθύ ύπνο και η πριγκίπισσα εξαφανίστηκε.


Ο πρίγκηπας ξύπνησε πάλι πρώτος, δεν βρήκε την πριγκίπισσα στο δωμάτιο και πανικοβλημένος ξύπνησε και τον Αετομάτη: «Ξύπνα, ξύπνα Αετομάτη! Κοίτα έξω και πες μου πού είναι η πριγκίπισσα!» Ο Αετομάτης πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω για αρκετή ώρα αυτή τη φορά. «Ω αφέντη, αυτή τη φορά είναι μακριά, πολύ μακριά! 300 χιλιόμετρα μακριά είναι μια μαύρη θάλασσα και στη μέση της θάλασσας στον βυθό ένα κοχύλι και μέσα στο κοχύλι είναι ένα χρυσό δαχτυλίδι – αυτή είναι το δαχτυλίδι. Αλλά μην απελπίζεσαι, υπάρχει τρόπος να τη σώσουμε. Αυτή τη φορά ο Μακρύς θα πρέπει να πάρει και τον Πλατύ μαζί, θα τον χρειαστούμε». Ο Μακρύς έβαλε τον Αετομάτη στον ένα ώμο και τον Πλατύ στον άλλο, τεντώθηκε και τεντώθηκε και με κάθε του βήμα άφηνε πίσω του τριάντα-τριάντα χιλιόμετρα. Όταν έφτασαν στη μαύρη θάλασσα, ο Αετομάτης έδειξε στον Μακρύ πού βρισκόταν το κοχύλι μα όσο και να τεντωνόταν ο Μακρύς δεν μπορούσε να το φτάσει. «Ε, σύντροφοί μου! Δώστε μου λίγο χρόνο και θα σας βοηθήσω εγώ», είπε ο Πλατύς και άπλωσε την κοιλιά του όσο πιο πολύ μπορούσε. Ύστερα, πήγε και στάθηκε στην ακτή και άρχισε να πίνει τη θάλασσα. Σύντομα μετά, η στάθμη του νερού είχε κατέβει αρκετά, κι έτσι ο Μακρύς έφτασε τον πάτο με ευκολία και πήρε το κοχύλι. Έβγαλε και το δαχτυλίδι, ξαναπήρε τους φίλους του στους ώμους και πήραν όλοι τον δρόμο του γυρισμού. Μα δεν είχε κάνει και πολλά βήματα όταν ένιωσε το βάρος του Πλατύ με όλη τη θάλασσα στην κοιλιά του να τον βαραίνει, με αποτέλεσμα να καθυστερούν. Τον κατέβασε από τον ώμο του στη μέση μιας πεδιάδας και με έναν δυνατό ήχο σαν μπαλόνι που ξεφουσκώνει γρήγορα, ο Πλατύς άδειασε όλη την κοιλιά του επί τόπου. Στην πεδιάδα σχηματίστηκε μια τόσο βαθιά και πλατιά λίμνη που μέχρι κι ο Μακρύς δυσκολεύτηκε να βγει από εκεί μέσα!


Στο μεταξύ, ο πρίγκηπας αγωνιούσε πίσω στον Πύργο μιας και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Και οι υπηρέτες του πουθενά. Όσο πιο πολύ φωτιζόταν ο κόσμος, τόσο περισσότερο τον κυρίευε ο φόβος και ιδρώτας άρχισε να στάζει από το μέτωπό του. Μόλις ξεπρόβαλλε η πρώτη λαμπερή γραμμή του ήλιου μεγαλειώδης και πεντακάθαρη στον ορίζοντα, η πόρτα άνοιξε και μέσα στο δωμάτιο μπήκε ο μάγος. Κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο και μη βλέποντας την πριγκίπισσα άρχισε να γελάει με ένα καταχθόνιο γέλιο. Και τότε ακριβώς, το παράθυρο τινάχτηκε προς τα μέσα και στο πάτωμα έπεσε το χρυσό δαχτυλίδι. Και να σου και η πριγκίπισσα στο κέντρο του δωματίου. Ο Αετομάτης έχοντας πάντα το νου του στον Πύργο επιστρέφοντας, είχε δει τι γινόταν και το είπε στον Μακρύ ο οποίος κάνοντας ένα απότομο βήμα μπροστά, έριξε το δαχτυλίδι μέσα απ’ το παράθυρο του Πύργου. Ο μάγος έβγαλε ένα βρυχηθμό τόσο δυνατό, που όλο το κάστρο άρχισε να σείεται ολόκληρο και κρρρρακ! ο τρίτος και τελευταίος κρίκος έπεσε από τη μέση του μάγου. Ευθύς μεταμορφώθηκε σε κοράκι και, πανικοβλημένος πέταξε έξω από το παράθυρο.


Μόνο τότε μπόρεσε η πριγκίπισσα να μιλήσει, ευχαρίστησε τον πρίγκηπα με όλη της την καρδιά που την έσωσε και κοκκίνησε σαν τριαντάφυλλο. Ήχοι ζωής άρχισαν να γεμίζουν τον Πύργο – ο πρίγκηπας που ετοιμαζόταν να επιτεθεί, τελείωσε τώρα την κίνησή του κόβοντας τον αέρα στα δυο, κι έβαλε το ξίφος του στη θήκη του. Ο ιππότης που είχε σκοντάψει, έπεσε κι έφαγε τα μούτρα του, αλλά σηκώθηκε πάλι γρήγορα και ψηλάφισε τη μύτη του να σιγουρευτεί ότι δεν είχε σπάσει και ο υπηρέτης έφαγε το κομμάτι κρέας του. Έτσι όλοι συνέχισαν τις ζωές τους από εκεί που είχαν σταματήσει. Ακόμη και τα άλογα χλιμίντριζαν τώρα, τα δέντρα πρασίνισαν μονομιάς, τα λιβάδια γέμισαν στάχυα και λουλούδια, ψηλά στον ουρανό έκραζε ένα γεράκι και μικρά ψαράκια πηδούσαν κατά μήκος του ποταμιού. Επιτέλους υπήρχε πάλι ζωή και χαρά στο βασίλειο.


Όλοι οι ευγενείς περικύκλωσαν τον πρίγκιπα και τον ευχαρίστησαν για τη σωτηρία τους. Μα εκείνος χωρίς να διστάσει είπε: «Δε χρειάζεται να με ευχαριστείτε για τίποτα, αν δεν ήταν οι τρεις μου υπηρέτες ο Μακρύς, ο Πλατύς και ο Αετομάτης εδώ, κι εγώ θα είχα την ίδια μοίρα με εσάς», και αμέσως πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το βασίλειο του πατέρα του, με την πριγκίπισσα και τους υπηρέτες του.


Ο βασιλιάς βλέποντας το γιο του να επιστρέφει και μάλιστα με τέτοια παρέα, τον υποδέχτηκε με δάκρυα χαράς στα μάτια. Τις επόμενες μέρες οργανώθηκε ένας μεγαλόπρεπος γάμος που κράτησε τρεις εβδομάδες. Όλοι οι υπήκοοι του γειτονικού βασιλείου με το κάστρο ήταν καλεσμένοι. Μετά τους εορτασμούς ο Μακρύς, ο Πλατύς και ο Αετομάτης ανακοίνωσαν πως θα έφευγαν για άλλους τόπους, όπου θα μπορούσαν να βρουν δουλειά. Ο βασιλιάς προσπάθησε να τους πείσει να μείνουν, υποσχόμενος πως από δω και μπρος, ποτέ δεν θα τους έλειπε τίποτα και δεν θα χρειαζόταν να εργασθούν ξανά για το υπόλοιπο της ζωής τους. Μα αυτό το σχέδιο δεν έπεισε την παρέα των τριών που ήθελαν να δουν και να κάνουν πολλά ακόμα και έφυγαν και πράγματι, ακόμη και σήμερα βοηθούν εδώ κι εκεί με τις ξεχωριστές τους ικανότητες.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...