podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Τα Χρυσά Μήλα και τα Εννιά Παγώνια

Τα Χρυσά Μήλα και τα Εννιά Παγώνια είναι ένα λαϊκό παραμύθι από τη Βουλγαρία με επιρροές από τις γύρω χώρες... και από την Ελλάδα βέβαια!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποιες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


-----------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ


Τα Χρυσά Μήλα και τα Εννιά Παγώνια


Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Στο κέντρο του βασιλικού κήπου στεκόταν μια χρυσή μηλιά που κάθε βράδυ άνθιζε και έβγαζε χρυσά μήλα. Μια μέρα όμως, κάποιος άρχισε να κλέβει τα χρυσά μήλα και ο βασιλιάς αδυνατούσε πλήρως να ανακαλύψει τον κλέφτη.


Μια μέρα που συζητούσε με τους γιους του, είπε: «Θέλω να μάθω τι γίνεται με τα χρυσά μας μήλα», και ο μεγαλύτερος γιος του απάντησε: «Θα μάθω εγώ πατέρα τι συμβαίνει στη μηλιά, θα πάω τη νύχτα και θα πιάσω τον κλέφτη». Σαν νύχτωσε ο μεγαλύτερος γιος βγήκε από την κάμαρά του και ξάπλωσε κάτω από τη χρυσή μηλιά. Όντως είδε τη μηλιά να ανθίζει και μετά να παράγει τους χρυσούς της καρπούς. Αλλά το γλυκό νυχτερινό αεράκι και η κούραση της ημέρας τον κατέλαβαν και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε την αυγή κοίταξε πάνω και τι να δει! Τα μήλα είχαν εξαφανιστεί! Σηκώθηκε βιαστικά και πήγε και είπε στον πατέρα του ακριβώς τι είχε συμβεί. Ο μεσαίος γιος είπε τότε: «Απόψε θα πάω εγώ να δω ποιος κλέβει τα μήλα μας, πατέρα», μα κι αυτός δεν άντεξε κι αποκοιμήθηκε. Πάνω που τα άνθη μεταμορφώνονταν σε καρπούς, τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε συγχυσμένος κι αυτός την αυγή, αλλά ήταν αργά, τα μήλα είχαν κάνει φτερά. Γύρισε κι αυτός στον πατέρα του δίχως απαντήσεις και τώρα ήταν η σειρά του μικρότερου γιου.


Σαν ήρθε το βράδυ, πήγε κι αυτός κάτω από τη μηλιά, τοποθέτησε ένα άνετο ντιβάνι και κοιμήθηκε. Γύρω στα μεσάνυχτα, όταν τα μήλα άρχισαν να σχηματίζονται από τα άνθη, ο μικρότερος γιος ξύπνησε. Η λάμψη τους φώτιζε όλο το μέρος. Τότε, από ψηλά κατέφτασαν εννιά χρυσά παγώνια, τα οκτώ κάθησαν πάνω στη μηλιά και το ένατο δίπλα στο πριγκιπόπουλο. Μόλις τα πόδια του άγγιξαν τη γη μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη κοπέλα που έλαμπε σαν τον ήλιο. Κι ενόσω τα υπόλοιπα οκτώ παγώνια έκοβαν τα μήλα, η κοπέλα και το πριγκιπόπουλο έκαναν παρέα μέχρι την αυγή. Σαν βγήκε ο ήλιος, τον ευχαρίστησε για τα μήλα και καθώς έκανε να φύγει, εκείνος την παρακάλεσε να του αφήσει ένα. Εκείνη του άφησε δύο – ένα για εκείνον κι ένα για τον πατέρα του, μεταμορφώθηκε σε παγώνι και πέταξε ψηλά, μαζί με τα υπόλοιπα οκτώ παγώνια. Έπειτα, ο πρίγκιπας πήγε στον πατέρα του και του έδωσε το χρυσό μήλο, ο οποίος με τη σειρά του ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τον γιο του. Το ίδιο βράδυ, ο μικρότερος πρίγκηπας ξαναπήγε στη χρυσή μηλιά και έκανε ό,τι είχε κάνει και το προηγούμενο κι έτσι, το επόμενο πρωί έφερε ένα μήλο στον πατέρα του.


Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσες μέρες και τα μεγαλύτερα αδέρφια του πρίγκιπα είχαν αρχίσει να ζηλεύουν, μιας και αυτός πέτυχε, εκεί που αυτοί είχαν αποτύχει. Είχαν προσπαθήσει ξανά να μείνουν ξύπνιοι για να δουν τι συνέβαινε στο δέντρο τη νύχτα, αλλά κάθε φορά τους έπαιρνε ο ύπνος και είχαν θυμώσει πολύ που δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο να πάρουν κι αυτοί την ευχή του πατέρα τους. Έτσι, πήγαν στη μάγισσα του βασιλείου, που τους υποσχέθηκε να μάθει πώς κατάφερνε να μείνει ξύπνιος ο μικρότερος. Καθώς λοιπόν πλησίαζε το βράδυ και ο μικρότερος πρίγκιπας ετοιμαζόταν να πάει στη μηλιά, η μάγισσα πήγε πριν από αυτόν και κρύφτηκε κάτω από το ντιβάνι του. Ο πρίγκιπας έφτασε μετά από λίγο και, αγνοώντας την ύπαρξη της μάγισσας, κοιμήθηκε όπως κάθε άλλη φορά. Κοντά στα μεσάνυχτα, όταν ξύπνησε ο πρίγκιπας, έφτασαν και τα εννιά παγώνια, οκτώ προσγειώθηκαν στο δέντρο και το ένατο δίπλα στον πρίγκιπα, άλλαξε μορφή ως συνήθως και οι δυο τους άρχισαν να συζητούν. Καθώς λοιπόν οι δυο τους μιλούσαν, η μάγισσα ξεμύτησε από την κρυψώνα της και έκοψε μια τούφα από τα χρυσά μαλλιά της κοπέλας. Εκείνη το κατάλαβε αμέσως και αναπήδησε ταραγμένη, μεταμορφώθηκε γρήγορα και μαζί με τα υπόλοιπα παγώνια πέταξε προς τη σκοτεινή νύχτα. Ο πρίγκιπας βλέποντας τι είχε συμβεί σηκώθηκε από το ντιβάνι και φώναξε: «Τι σημαίνει αυτό;» και κοιτώντας τριγύρω του και κάτω, ανακάλυψε τη μάγισσα, την τράβηξε βίαια από το ντιβάνι, την ακινητοποίησε και μόλις ξημέρωσε για τα καλά, διέταξε την εκτέλεσή της: την έδεσε σε δύο άλογα και τα άφησε να τρέξουν προς αντίθετες κατευθύνσεις μέχρι να την σχίσουν στα δυο.


Τα παγώνια δεν ξαναγύρισαν ποτέ στη χρυσή μηλιά και ο πρίγκιπας έπεσε σε βαριά κατάθλιψη, έκλαιγε ολημερίς κι ολονυχτίς. Αποφάσισε να γυρίσει γη και ουρανό μέχρι να τα ξαναβρεί και πήγε να το ανακοινώσει στον πατέρα του. Εκείνος προσπάθησε να τον μεταπείσει: «Μείνε γιε μου, θα σου βρω την ομορφότερη καλλονή στο βασίλειο να γίνει γυναίκα σου!», αλλά εκείνος δεν ήθελε ούτε να το ακούσει κι ετοιμάστηκε να φύγει για το μακρύ του ταξίδι. Πήρε μαζί του κι έναν υπηρέτη και ξεκίνησε.


Ταξίδεψε πολύ και μακριά, ώσπου έφτασε σε μια μεγάλη λίμνη, στη μέση της οποίας στεκόταν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι. Εκεί, ζούσαν μια γριά αυτοκράτειρα με τη μοναχοκόρη της. Όταν ο πρίγκιπας παρουσιάστηκε μπροστά στην αυτοκράτειρα, τη ρώτησε αν ήξερε για τα περιπλανώμενα χρυσά παγώνια και αυτή του αποκρίθηκε πως ναι, εννιά χρυσά παγώνια έρχονταν καθημερινά και πλένονταν στη λίμνη της. Έπειτα, η αυτοκράτειρα προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να συναντήσει τα παγώνια, λέγοντάς του: «Μην σε απασχολούν, ευγενή μου νεαρέ, αυτά τα παλιο-παγώνια. Έχω μια πανέμορφη κόρη και όσα πλούτη μπορείς να θελήσεις στη ζωή σου, σου τα προσφέρω όλα». Μόλις όμως ο πρίγκιπας έμαθε για τα παγώνια, σταμάτησε πλέον να ακούει την αυτοκράτειρα και πρόσταξε τον υπηρέτη του να ετοιμάσει τα άλογα, για να πάνε στη λίμνη το επόμενο πρωί. Καθώς ετοίμαζε τα άλογα για αναχώρηση, η αυτοκράτειρα πλησίασε τον υπηρέτη και του έδωσε ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι και μια μικρή σφυρίχτρα: «Μόλις φτάσουν τα παγώνια, πήγαινε πίσω από τον αφέντη σου και σφύριξε κοντά στο αυτί του με αυτήν εδώ τη σφυρίχτρα. Εκείνος θα αποκοιμηθεί αμέσως και δεν θα τα δει». Ο άτιμος υπηρέτης υπάκουσε, πήρε τη σφυρίχτρα και τα χρήματα και, όταν ήρθε η ώρα, έκανε ό,τι του είπε.


Όταν έφτασαν στο σημείο όπου πλένονταν τα παγώνια, υπολόγισε, σύμφωνα με τις οδηγίες της αυτοκράτειρας, πότε θα έφταναν κι αυτά και την κατάλληλη στιγμή σφύριξε, και ο πρίγκιπας έπεσε σε τόσο βαθύ λήθαργο σαν θάνατο. Μια στιγμή μετά προσγειώθηκαν και τα παγώνια – οκτώ κολύμπησαν στη λίμνη και το ένατο πέταξε πάνω απ’ τ’ άλογο του πρίγκιπα: «Ξύπνα πουλί μου, ξύπνα αρνί μου, ξύπνα αητέ μου!», αλλά ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα, τόσο βαθιά που κοιμόταν. Τα παγώνια τέλειωσαν το μπάνιο τους, πέταξαν μακριά και, μόλις ο πρίγκιπας ξύπνησε, ρώτησε αμέσως τον υπηρέτη του: «Τι έγινε, ήρθαν;» κι εκείνος αποκρίθηκε, «ναι αφέντη μου, ήρθαν» και του εξιστόρησε πως τα οκτώ μπήκαν στη λίμνη και το ένατο προσπάθησε μάταια να τον ξυπνήσει. Σαν άκουσε τι είχε γίνει, ο πρίγκιπας κόντεψε να πεθάνει από τη θλίψη.


Το επόμενο πρωί, ο πρίγκιπας και ο υπηρέτης του ξαναπήγαν στη λίμνη να βρουν τα παγώνια και ξανά ο υπηρέτης, αφού υπολόγισε πόση ώρα θα έκαναν να φτάσουν τα παγώνια, σφύριξε κοντά στο αυτί του πρίγκιπα κι εκείνος αποκοιμήθηκε κατευθείαν. Τότε ήρθαν και τα παγώνια, οκτώ στη λίμνη κι ένα δίπλα στον κοιμώμενο πρίγκιπα: «Ξύπνα πουλί μου, ξύπνα αρνί μου, ξύπνα αητέ μου!», μα ο πρίγκιπας ούτε που κουνήθηκε. Σαν τελείωσαν το μπάνιο τους και ήταν έτοιμα να φύγουν, το παγώνι που μάταια προσπαθούσε να ξυπνήσει τον πρίγκιπα, στράφηκε προς τον υπηρέτη και του είπε: «Πες στον αφέντη σου όταν ξυπνήσει, ότι θα έχει άλλη μια ευκαιρία να μας δει: αύριο και μετά από αυτό, ποτέ ξανά». Και λέγοντας αυτά πέταξε, με τα άλλα οκτώ παγώνια ξοπίσω του. Λίγο αργότερα, ξύπνησε και ο πρίγκιπας και ρώτησε: «Τι έγινε, ήρθαν;» και ο υπηρέτης του είπε «Ναι, ήρθαν αφέντη μου, οκτώ πήγαν στη λίμνη και το ένατο προσπάθησε να σε ξυπνήσει. Φεύγοντας μου είπε μάλιστα, πως θα μπορέσεις να τα δεις αύριο για τελευταία φορά, αλλιώς ποτέ ξανά». Ο πρίγκιπας ακούγοντας αυτά τα λόγια, δεν ήξερε τι να κάνει τον πόνο που ένιωθε μέσα του. 


Την τρίτη μέρα, ο πρίγκιπας ξαναπήγε στην όχθη της λίμνης αλλά αυτή τη φορά έμεινε συνεχώς σε κίνηση καβάλα στο άλογό του, για να είναι σίγουρος πως δεν θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Αλλά ο πανούργος υπηρέτης του, γνωρίζοντας ακριβώς πότε θα έφταναν τα παγώνια, πήγε κοντά στον αφέντη του καβάλα και αυτός, και την κατάλληλη στιγμή σφύριξε τη σφυρίχτρα και ο πρίγκιπας κοιμήθηκε πάνω στο άλογό του. Τα παγώνια ήρθαν για το μπάνιο τους, οκτώ πήγαν κατευθείαν μέσα στα νερά της λίμνης και το ένατο δίπλα στον πρίγκιπα: ««Ξύπνα πουλί μου, ξύπνα αρνί μου, ξύπνα αητέ μου!», μα κοιμόταν τόσο βαθιά που δεν άκουσε τίποτα. Πριν φύγουν τα παγώνια, το ένατο πλησίασε τον υπηρέτη και του είπε: «Όταν ξυπνήσει ο αφέντης σου, να του πεις πως αν θέλει να με ξαναδεί, τότε πρέπει να κυλήσει τον κάτω πάσσαλο στον πάνω». Και με αυτό το παγώνι ως οδηγό, πέταξαν όλα μακρυά. Την επόμενη στιγμή, ο πρίγκιπας ξύπνησε και ρώτησε: «Τι έγινε, ήρθαν;» και ο υπηρέτης του είπε: «Ήρθαν, και το ένατο που προσπάθησε να σε ξυπνήσει μου είπε, ότι αν θες να το ξαναδείς, τότε να κυλήσεις τον πάνω πάσσαλο στον κάτω». Ακούγοντάς το αυτό, ο πρίγκιπας τράβηξε το σπαθί του και έκοψε το κεφάλι του υπηρέτη του, συνεχίζοντας το ταξίδι του μοναχός.


Ταξίδεψε πολύ και μακριά, το δείλι έφτασε και τον βρήκε σε ένα φτωχικό καλυβάκι ενός ερημίτη, που τον προσκάλεσε να ξαποστάσει εκεί το βράδυ. Στην κουβέντα τους απάνω, ρώτησε ο πρίγκιπας: «Παππού, έχεις ακούσει ποτέ σου για εννιά χρυσά παγώνια;» και ο ερημίτης του απάντησε χαμογελώντας: «Ναι παιδί μου, και καλά που ρώτησες. Δεν είναι μακριά από εδώ, μισή μέρα δρόμος». Το επόμενο πρωί καθώς ετοιμαζόταν ο πρίγκιπας να φύγει, τον έπιασε ο ερημίτης και του έδωσε τις εξής οδηγίες: «Να πας δεξιά κι εκεί θα βρεις μια μεγάλη πύλη. Μόλις τη διαβείς, ξαναπήγαινε δεξιά και τότε θα βρεις μπροστά σου την πόλη τους και μέσα στην πόλη, το παλάτι τους». Ο πρίγκιπας ακολούθησε τις οδηγίες του ερημίτη και όντως συνάντησε την πύλη. Την πέρασε, έτριψε δεξιά και με μεγάλη του χαρά μετά από λίγο είδε την πόλη. Μόλις την διέσχισε, ρώτησε πού βρισκόταν το παλάτι των εννιά χρυσών παγωνιών και ένας περαστικός του έδειξε. Φτάνοντας στην είσοδο του παλατιού, τον σταμάτησε ένας φρουρός και τον ρώτησε ποιος ήταν και τι ήθελε. Ο πρίγκιπας του αφηγήθηκε όλη την ιστορία και του είπε από πού ερχόταν και ποιος ήταν. Ο φρουρός πήγε να το ανακοινώσει στην αυτοκράτειρα, η οποία μόλις άκουσε τα νέα έτρεξε στην πύλη και στάθηκε μπροστά στον πρίγκιπα με τη μορφή της κοπέλας, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε μέσα στο παλάτι. Την επόμενη μέρα παντρεύτηκαν με χαρές και γλέντια.


Μερικές μέρες μετά τον γάμο τους, η αυτοκράτειρα έπρεπε να πάει ένα ταξίδι, αφήνοντας τον πρίγκιπα μόνο του στο νέο του βασίλειο. Αναχωρώντας, του έδωσε δώδεκα κλειδιά και του είπε: «Μπορείς να ανοίξεις όλα τα κελάρια, αλλά μη χρησιμοποιήσεις το δωδέκατο κλειδί» κι έφυγε. Όταν ο πρίγκιπας βρέθηκε μόνος του μέσα στο παλάτι άρχισε να αναρωτιέται: «Άραγε τι να σημαίνει αυτό; Να ανοίξω δηλαδή και τα έντεκα κελάρια αλλά όχι το δωδέκατο; Τι μπορεί να υπάρχει εκεί μέσα;» Κι αμέσως άρχισε να ανοίγει το ένα κελάρι μετά το άλλο. Έφτασε και στο δωδέκατο και αρχικά σκέφτηκε να μην το ανοίξει. Αλλά μην έχοντας τι να κάνει, η σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό του: «Και γιατί να μου πει να μην ανοίξω αυτό το κελάρι;» Και το άνοιξε. Και το μόνο που βρήκε στο κελάρι ήταν ένα βαρέλι στη μέση, σφραγισμένο με σιδερένια δαχτυλίδια. Μια φωνή τότε αντήχησε μέσα απ’ το βαρέλι, που τον εκλιπαρούσε: «Σε παρακαλώ αδερφέ μου, διψώ. Φέρε μου μια κούπα νερό να πιω». Ο πρίγκιπας πήγε και έφερε μια κούπα νερό την οποία και έχυσε στο πώμα του βαρελιού. Μια από τις σιδερένιες ασφάλειες έσκασε με εκκωφαντικό θόρυβο και η φωνή είπε ευθύς αμέσως: «Διψώ ακόμη αδερφέ μου, φέρε μου άλλη μια κούπα νερό» και ο πρίγκηπας έφερε άλλη μια κούπα νερό και τη έχυσε πάνω στο πώμα. Άλλο ένα σιδερένιο δαχτυλίδι εκτινάχτηκε με δύναμη και για άλλη μια φορά η φωνή τον παρακάλεσε να φέρει άλλη μια κούπα νερό. Ο πρίγκηπας έφερε την τρίτη κούπα την οποία και έχυσε πάνω στο πώμα του βαρελιού και με αυτή του την κίνηση, έσπασε και το τρίτο σιδερένιο δαχτυλίδι και το βαρέλι έπεσε χάμω, ανοικτό πια. Και τότε, ένας τρομακτικός δράκος πήδησε από μέσα και με φοβερή ταχύτητα πέταξε έξω από τα κελάρια, έξω από το παλάτι, πέρα από την πόλη, ώσπου βρήκε την αυτοκράτειρα καθοδόν, τη σήκωσε και την πήρε μαζί του.


Οι ακόλουθοί της, επέστρεψαν στο παλάτι και ενημέρωσαν τον πρίγκιπα για τα συμβάντα. Κι αυτός ορκίστηκε ότι δεν θα σταματούσε μέχρι να την βρει και να την φέρει πίσω σώα.


Ταξίδεψε πολύ και μακριά, μέχρι που βρέθηκε σε ένα βαλτοτόπι και κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, είδε ένα ψαράκι που προσπαθούσε να πηδήξει στο νερό, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το ψαράκι μόλις είδε τον πρίγκιπα, του είπε: «Σε παρακαλώ αδερφέ μου, αν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη, ρίξε με πίσω στο νερό και θα δεις, θα σου φανώ χρήσιμο κι εγώ μια μέρα. Να, βγάλε ένα από τα λέπια μου και όταν με χρειαστείς, τρίψε το στα δάχτυλά σου και θα βρεθώ αμέσως στο πλευρό σου». Ο πρίγκιπας πράγματι πήρε ένα λέπι, το φύλαξε σε ένα μαντήλι και έριξε το ψαράκι στο νερό. Δεν πήγε και πολύ μακρυά, όταν μπροστά του είδε μια αλεπού πιασμένη σε παγίδα. Όταν τον είδε η αλεπού, του μίλησε και του είπε: «Σε παρακαλώ αδερφέ μου, βγάλε με την παγίδα και θα δεις, θα σου φανώ χρήσιμη μια μέρα. Να, βγάλε μια τρίχα από το τρίχωμά μου κι αν ποτέ με χρειαστείς τρίψε την στα δάχτυλά σου και θα βρεθώ αμέσως στο πλευρό σου». Ο πρίγκιπας ελευθέρωσε την αλεπού, πήρε μια τρίχα από το τρίχωμά της και συνέχισε τον δρόμο του. Μετά από λίγο μπροστά του είδε ένα κοράκι, πιασμένο κι αυτό σε παγίδα όπως και η αλεπού. Μόλις το κοράκι είδε τον πρίγκιπα του είπε: «Σε παρακαλώ, γίνε αδερφός μου, ταξιδιώτη, ελευθέρωσέ με και θα δεις, θα σου φανώ χρήσιμο μια μέρα. Να, πάρε ένα φτερό μου κι αν ποτέ με χρειαστείς, απλά τρίψ’ το στα δάχτυλά σου και θα βρεθώ αμέσως στο πλευρό σου». Ο πρίγκιπας πήρε ένα φτερό από το κοράκι, το ελευθέρωσε και συνέχισε την αναζήτησή του.


Καθώς προχωρούσε στο μονοπάτι, συνάντησε έναν άνδρα και τον ρώτησε: «Καλέ μου άνθρωπε, μήπως ξέρεις πού είναι το παλάτι του άρχοντα δράκου;» Ο άνδρας του έδειξε το δρόμο για το παλάτι και του είπε μάλιστα πότε ο δράκος θα ήταν εκεί, ώστε να πράξει ανάλογα. Ο πρίγκιπας τον ευχαρίστησε, του είπε αντίο και ακολουθώντας τις οδηγίες του εξυπηρετικού άντρα, έφτασε μπροστά στο παλάτι του δράκου.


Σίγουρος ότι ο δράκος έλειπε, ο πρίγκιπας μπήκε στο παλάτι και βρήκε την αγαπημένη του νεαρή αυτοκράτειρα. Αγκαλιάστηκαν και άρχισαν αμέσως να σχεδιάζουν την απόδρασή τους. Συμφώνησαν αρχικά να σελώσουν δυο άλογα και τα καλπάσουν όσο το δυνατόν πιο μακρυά απ’ το παλάτι. Κι έτσι κι έκαναν, πήραν δυο άλογα και άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο δράκος επέστρεψε κάποια στιγμή, έψαξε τριγύρω στο παλάτι του, μα η αυτοκράτειρα δεν ήταν πουθενά: «Και τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο δράκος το άλογό του, «μήπως να φάμε και να πιούμε ή να πάμε να τους κυνηγήσουμε;». Και το άλογο του απάντησε: «Μη σκοτίζεσαι και πολύ, φάε και πιες τώρα». Και μόνο όταν ο δράκος είχε χορτάσει και είχε ξεδιψάσει, ανέβηκε στο άλογό του και πήρε τον πρίγκιπα και την αυτοκράτειρα στο κατόπι. Σύντομα είχε προφτάσει τους φυγάδες και με μεγάλη ευκολία άρπαξε την αυτοκράτειρα, ενώ γύρισε και είπε στον πρίγκιπα: «Εσύ μπορείς να φύγεις ζωντανός, σε συγχωρώ, κι αυτό μόνο επειδή μου έδωσες να πιώ νερό, τότε που ήμουν στο βαρέλι. Τη δεύτερη φορά που θα προσπαθήσεις να κάνεις το ίδιο, δεν θα είμαι τόσο επιεικής». Ο πρίγκιπας έμεινε σαστισμένος για λίγη ώρα και σιγά σιγά πήρε το δρόμο του γυρισμού αλλά, μην μπορώντας να έχει τη συνείδησή του καθαρή, γύρισε το άλογο του και ξαναπήγε στο παλάτι του δράκου.


Ο δράκος πάλι έλειπε και όταν ο πρίγκιπας βρήκε την αυτοκράτειρα μέσα στο παλάτι, εκείνη έκλαιγε γοερά. Άρχισαν πάλι να σχεδιάζουν την απόδρασή τους και αυτή τη φορά ο πρίγκιπας της είπε: «Σαν γυρίσει ο άρχοντας δράκος, ρώτα τον πού βρήκε αυτό το άλογο και μετά έλα να μου το πεις να βρω κι εγώ ένα, είναι η μόνη μας ελπίδα να καταφέρουμε να ξεφύγουμε» και έφυγε από το παλάτι να πάει να κρυφτεί. Ο δράκος επέστρεψε στο παλάτι και η αυτοκράτειρα άρχισε να τον καλοπιάνει και να τον κανακεύει και να του κάνει όλα τα χατίρια. Εκεί που τον γέμιζε με κολακείες του είπε: «Πω πω, τι ωραίο άλογο που έχεις! Μα που το αγόρασες, αχ, πες μου, θα σκάσω!» και ο δράκος της απάντησε: «Από εκεί που τον αγόρασα κανείς δεν μπορεί να αγοράσει. Σε ένα λόφο μένει μια γριά γυναίκα που εκτρέφει δώδεκα άλογα, το ένα καλύτερο απ’ τ’ άλλο. Ένα από τα άλογα ήταν μόνο του σε μια γωνιά και φαινόταν αδύνατο. Αλλά για μένα ήταν το καλύτερο όλων αλλά κι αδερφός μου, γιατί μπορούσε να πετάει στους ουρανούς. Όποιος θέλει να αποκτήσει ένα άλογο από αυτά, θα πρέπει να υπηρετήσει τη γυναίκα για τρεις μέρες. Συγκεκριμένα, όποιος φυλάξει επιτυχώς για τρεις μέρες μια φοράδα που έχει με ένα πουλαράκι, η γριά γυναίκα θα του δώσει όποιο άλογο θελήσει. Αν όμως αποτύχει, τότε θα πεθάνει».


Την επόμενη μέρα μόλις ξεμύτησε ο άρχοντας δράκος, ο πρίγκιπας τρύπωσε στο παλάτι και η αυτοκράτειρα του είπε ό,τι της είχε πει ο δράκος. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο πρίγκιπας ξεκίνησε το ταξίδι του να πάει να βρει τη γριά γυναίκα. Ταξίδεψε πολύ και μακριά. Αλλά τελικά βρήκε το λόφο που έμενε η γυναίκα αυτή. Άφησε το άλογο του έξω, κοντά στους στάβλους και μπήκε στο σπίτι της: «Καλή σου μέρα κυρά μου!» κι εκείνη απάντησε «Ο Θεός να σου δίνει ευημερία, γιέ μου. Τι σε φέρνει κατά δω;»


«Επιθυμώ να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου», της απάντησε ο πρίγκιπας.


«Πολύ καλά νεαρέ. Έχω μια φοράδα και ένα πουλάρι. Αν μπορέσεις να την προσέξεις για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, είναι δικό σου, όποιο από τα δώδεκά μου άλογα θελήσεις. Αν όμως αποτύχεις, θα σου πάρω το κεφάλι».


Η γυναίκα οδήγησε τον πρίγκιπα στην αυλή. Εκεί, ο πρίγκιπας είδε το ένα κοντάρι μετά το άλλο να έχει καρφωμένο πάνω του κι από ένα κεφάλι. Στο τέλος της σειράς ήταν ένα κοντάρι, που δεν είχε κεφάλι μπηγμένο απάνω του και φώναζε: «Γριά! Θέλω κεφάλι! Δώσε μου κεφάλι!». Δείχνοντάς του την αυλή, η γριά γύρισε προς το νεαρό και του είπε: «Αυτό έπαθαν όλοι αυτοί που απέτυχαν να φροντίσουν τη φοράδα μου και το πουλάρι της. Αυτή τη μοίρα θα έχεις κι εσύ αν...», μα ο πρίγκιπας δεν ανησύχησε και πολύ με τις φοβέρες της γυναίκας και για την υπόλοιπη μέρα γύριζε τον τόπο καβάλα στη φοράδα με το πουλαράκι να ακολουθεί.


Έτσι πέρασε η μέρα και, κοντά στα μεσάνυχτα, ο πρίγκιπας άρχισε να νυστάζει και αποκοιμήθηκε στον στάβλο δίπλα στη φοράδα, με τα μπράτσα του να την αγκαλιάζουν. Όταν ξύπνησε την αυγή, είδε προς έκπληξή του πως, αντί να αγκαλιάζουν τα μπράτσα του τη φοράδα, αγκάλιαζαν ένα κούτσουρο, ενώ το χαλινάρι της κείτονταν στο έδαφος. Ζαλισμένος από τρόμο, ο πρίγκιπας άρχισε να ψάχνει παντού. Πήρε τα δάση και εκεί που πήγαινε, έπεσε πάνω σε ένα ρυάκι και τότε θυμήθηκε τι του είχε πει το ψαράκι. Έβγαλε το μαντήλι που είχε φυλάξει το λέπι, το έβγαλε και το έτριψε στα δάχτυλά του. Και να σου το ψαράκι, έβγαλε το κεφαλάκι του από την επιφάνεια του νερού: «Τι συμβαίνει αδερφέ μου;» ρώτησε το ψαράκι.


«Η φοράδα της γριάς γυναίκας μου ξέφυγε και δεν ξέρω που να τη βρω», είπε με τρεμάμενη φωνή ο πρίγκιπας.


«Εδώ είναι, μαζί μας. Μεταμορφώθηκε σε μεγάλο ψάρι και το πουλάρι της το μεταμόρφωσε σε ένα μικρό. Εσύ τώρα πρέπει να τινάξεις τα νερά με το χαλινάρι της και να πεις ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ! ΦΟΡΑΔΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ!» είπε το ψαράκι και χάθηκε μέσα στο νερό.


Ο πρίγκιπας βούτηξε το χαλινάρι μέσα στο νερό και πλατσουρίζοντας φώναξε «ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ! ΦΟΡΑΔΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ!» και αμέσως εμφανίστηκε δίπλα του η φοράδα με το πουλάρι. Της πέρασε το χαλινάρι και την πήγε μέχρι τους στάβλους της γριάς γυναίκας με το πουλάρι να ακολουθεί. Σαν είδε η γριά τον πρίγκιπα να φέρνει πίσω τη φοράδα της, του έφτιαξε το βραδινό του και πήγε να βάλει τη φοράδα μέσα στο στάβλο: «Στα ψάρια βρήκες να κρυφτείς άχρηστη;», τη μάλωσε. «Πού να φανταστώ ότι τα ψάρια είναι φίλοι του και ότι θα με αποκάλυπταν;» απάντησε με παράπονο η φοράδα. «Να πας στις αλεπούδες την επόμενη φορά», της είπε και την άφησε.


Τη δεύτερη μέρα ο πρίγκιπας την πέρασε καβάλα στη φοράδα με το πουλάρι να ακολουθεί. Πέρασαν λαγκάδια, πήδηξαν βράχια τρέξανε σε κάμπους και το βράδυ, εξουθενωμένος, ο πρίγκιπας κοιμήθηκε καβάλα στη φοράδα.


Το πρωί που ξύπνησε, δεν ήταν πια πάνω στη φοράδα μα πάνω σε ένα μεγάλο κούτσουρο, με το χαλινάρι της στο χέρι. Ξεκίνησε αμέσως να την ψάχνει και καθώς περπατούσε θυμήθηκε τι είχε ακούσει να λέει στη φοράδα της η γριά γυναίκα, το προηγούμενο βράδυ. Έβγαλε από την τσέπη του την τρίχα από το τρίχωμα της αλεπούς, την έτριψε στα δάχτυλά του και η αλεπού που είχε σώσει, εμφανίστηκε μπροστά του: «Τι συμβαίνει αδερφέ μου;», τον ρώτησε.


«Πάλι το έσκασε η φοράδα της γριάς γυναίκας!», απάντησε ο πρίγκιπας εμφανώς ταραγμένος.


«Εδώ είναι, μαζί μας. Μεταμορφώθηκε η ίδια σε αλεπού και το πουλάρι της σε κουτάβι. Εσύ τώρα μένει να σκάψεις το χώμα με το χαλινάρι της και να πεις ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ! ΦΟΡΑΔΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ!», του είπε φιλικά η αλεπού και εξαφανίστηκε. Και ο πρίγκιπας έκανε όπως του είπε, και να σου μπροστά του η φοράδα και το πουλάρι. Της έβαλε το χαλινάρι, την καβαλίκεψε και την οδήγησε πίσω στης γριάς.


Όταν φτάσανε έξω από τους στάβλους, η γριά γυναίκα έβαλε στο νεαρό να φάει βραδινό και οδηγώντας τη φοράδα μέσα στο στάβλο της είπε: «Καλά, κι εσύ δεν μπορούσες να κρυφτείς καλύτερα ανάμεσα στις αλεπούδες;» «Μα πού να ‘ξερα ότι οι αλεπούδες ήταν φίλες του κι ότι θα με αποκάλυπταν;» είπε απογοητευμένη η φοράδα. «Την τελευταία μέρα να πας στα κοράκια», της είπε επιτακτικά η γυναίκα, την έβαλε στο στάβλο και γύρισε στο σπίτι.


Την τελευταία μέρα, ο πρίγκιπας γύρισε τους γύρω τόπους καβάλα στη φοράδα με το πουλαράκι να καλπάζει ξοπίσω. Μετά από μια κουραστική μέρα ο πρίγκιπας πάλι αποκοιμήθηκε πάνω στη φοράδα και το πρωί που ξύπνησε, βρισκόταν πάλι πάνω σε ένα κούτσουρο με το χαλινάρι στο χέρι. Θυμήθηκε τι είχε πει το προηγούμενο βράδυ η γυναίκα στη φοράδα της για τα κοράκια, βρήκε το φτερό που του είχε δώσει το κοράκι που είχε σώσει και το έτριψε στα δάχτυλά του. Στον ώμο του ευθύς προσγειώθηκε το γνώριμο κοράκι: «Η φοράδα της γυναίκας μου ξέφυγε και δεν ξέρω που να ψάξω», είπε ανήσυχος ο πρίγκιπας.


«Εδώ είναι, μαζί μας. Εκείνη μεταμορφώθηκε σε κορακίνα και το πουλάρι της σε μικρό κορακάκι. Εσύ τώρα πέταξε το χαλινάρι ψηλά στον αέρα και πες ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ ΠΟΥΚ! ΦΟΡΑΔΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ!», και με αυτό, το κοράκι πέταξε ψηλά και χάθηκε από το πλευρό του πρίγκιπα. Έτσι κι έκανε ο πρίγκιπας, όπως τον συμβούλεψε το κοράκι, και να σου μπροστά στα μάτια του μεταμορφώθηκε ένα κοράκι σε φοράδα και ένα μικρότερο κοράκι σε πουλάρι. Της έβαλε τα χαλινάρια, την καβαλίκεψε και γύρισαν όλοι στο σπίτι της γριάς.


Η γριά του έφερε βραδινό και θυμωμένη πολύ αυτήν τη φορά είπε στη φοράδα της καθώς την πήγαινε στον στάβλο: «Ανίκανη φοράδα, ούτε στα κοράκια δεν κατάφερες να κρυφτείς!» και η φοράδα της είπε με σκυμμένο το κεφάλι: «Μα πού να ήξερα ότι τα κοράκια ήταν φίλοι του και ότι θα με αποκάλυπταν;»


Όταν γύρισε σπίτι η γριά γυναίκα, ο πρίγκιπας σηκώθηκε όρθιος και της είπε: «Λοιπόν κυρά, νομίζω σε υπηρέτησα τίμια και σωστά. Περιμένω να τηρήσεις κι εσύ τη συμφωνία μας». Κι εκείνη με καλοσύνη του απάντησε: «Γιε μου, η συμφωνία είναι συμφωνία. Έξω είναι λοιπόν τα δώδεκα άλογα, δικό σου, όποιο σου αρέσει». Με μια ματιά ο πρίγκιπας ήξερε αμέσως ποιο ήθελε: «Και γιατί να χαραμίσω το χρόνο μου να διαλέγω; Αυτό εκεί θέλω στη γωνία, δεν υπάρχει καλύτερο για μένα». Μόλις η γυναίκα είδε για ποιο άλογο μιλούσε ο πρίγκιπας προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη: «Τι το θες αυτό; Είναι πετσί και κόκκαλο, τα άλλα είναι πολύ καλύτερα». Μα ο πρίγκιπας ήταν ανένδοτος: «Εσύ δεν μου είπες να διαλέξω όποιο θέλω; Η συμφωνία είναι συμφωνία». Η γυναίκα μουρμούρησε και καταράστηκε, δυσανασχέτησε και γκρίνιαξε, αλλά τελικά ενέδωσε και του έδωσε το άλογο που ήθελε. «Αντίο κυρά!», είπε εύθυμα ο πρίγκιπας καθώς ανέβηκε στο άλογό του. «Αντίο παλικάρι μου!» του απάντησε η γυναίκα.


Ο πρίγκιπας κατέβηκε αργά μέχρι το πιο κοντινό ρυάκι και έπλυνε το άλογο, που άρχισε να λάμπει σαν χρυσάφι. Το ξανακαβαλίκεψε, του πίεσε τα πλευρά κι εκείνο άρχισε να πετάει, να πετάει σαν πουλί και πριν καλά καλά το καταλάβει, ο πρίγκιπας είχε φτάσει στο παλάτι του άρχοντα δράκου. Ο δράκος έλειπε, βρήκε γρήγορα την αυτοκράτειρα και τη συμβούλεψε να ετοιμαστεί για μάχη. Ανέβηκαν και οι δυο στην πλάτη του αλόγου και πέταξαν προς το παλάτι τους.


Τότε γύρισε και ο δράκος, αλλά όσο και να έψαχνε, η αυτοκράτειρα δεν ήταν πουθενά. Τότε ο δράκος γύρισε στο άλογό του και το ρώτησε: «Να φάμε και να πιούμε ή να πάμε να τους πιάσουμε;» Και το άλογο απάντησε: «Τι κι αν φάμε κι αν δεν φάμε, τι κι αν πιούμε και δεν πιούμε, τι κι αν τους κυνηγήσουμε, δεν θα τους πιάσουμε». Ακούγοντάς το αυτό ο δράκος ανέβηκε στο άλογο και άρχισε να κυνηγά το ζευγάρι. Όταν είδαν ότι ο δράκος ήταν στο κατόπι τους, και οι δυο πανικοβλημένοι παρακάλεσαν το άλογο να κάνει πιο γρήγορα, αλλά αυτό ατάραχο τους απάντησε: «Μην ταράζεστε, δε χρειάζεται να βιαστούμε καθόλου».


Έτρεχε κι έτρεχε ξοπίσω τους ο δράκος με το άλογο, που φώναζε στο άλλο τ’ άλογο που κυνηγούσε: «Σιγά αδερφέ μου, σιγά! Θα μου βγει η ανάσα να σε κυνηγάω!» και το άλογο μπροστά, του απάντησε σχεδόν κοροϊδευτικά: «Εμ, και ποιος σου είπε να κουβαλάς αυτό το τελώνιο στην πλάτη σου. Καμπούριασε την πλάτη σου και τίναξέ τον από πάνω σου να πέσει κι έλα μαζί μου». Και τότε, το άλογο του δράκου, με δυο απότομες κινήσεις πέταξε τον δράκο από την πλάτη του κι αυτός έπεσε και γκρεμοτσακίστηκε σε κάτι βράχια. Το άλογό του έφτασε τον πρίγκιπα και την αυτοκράτειρα, άφησε την αυτοκράτειρα να το καβαλικέψει και οι τέσσερίς τους γύρισαν στο παλάτι, όπου και έζησαν δίκαιοι και ευτυχισμένοι, μέχρι το τέλος της ζωής τους.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1-1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗχητικά εφέ:...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: ΚΕΙΜΕΝΟ: Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more...