Οι Κόρες του Βοτανοσυλλέκτη
Οι Κόρες του Βοτανοσυλλέκτη έιναι ένα λαϊκό παραμύθι από την Ιταλία, από τη Σικελία συγκεκριμένα. Τα χαμένα βασιλόπουλα παλεύουν να ξαναβρούν τη θέση που τους ανήκει.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποιες σκηνές βίας, βία ενάντια σε παιδιά
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
Ηχητικά εφέ: freesound.org
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι Κόρες του Βοτανοσυλλέκτη
Ήταν μια φορά ένας βοτανοσυλλέκτης που είχε τρεις κόρες, που έβγαζαν το ψωμί τους γνέθοντας. Μια μέρα ο δύστυχος ο πατέρας τους πέθανε και τις άφησε κατάμονες. Στο βασίλειο που έμεναν, ο βασιλιάς συνήθιζε να κατεβαίνει στα σοκάκια τις νύχτες και να κρυφακούει έξω από τις πόρτες των υπηκόων του, για να μάθει τι γνώμη είχαν γι αυτόν. Μια νύχτα λοιπόν, ο βασιλιάς έτυχε να στήσει αυτί έξω από το σπίτι των τριών θυγατέρων του βοτανοσυλλέκτη. Τις άκουσε να διαφωνούν για κάτι:
Η μεγαλύτερη είπε: «Αν ήμουν εγώ η γυναίκα του βασιλικού υπηρέτη, θα έδινα σε ολόκληρη την αυλή να πιει νερό από ένα και μόνο ποτήρι και θα περίσσευε κιόλας».
Η μεσαία κόρη είπε: «Αν ήμουν εγώ η γυναίκα του βασιλικού ράφτη, θα έντυνα ολόκληρη την αυλή με ένα μόνο ρετάλι και θα περίσσευε κιόλας».
Η μικρότερη κόρη είπε: «Αν ήμουν εγώ η γυναίκα του βασιλιά, θα του έκανα τρία παιδιά, δυο γιούς με μήλα στα χέρια και μια κόρη με ένα αστέρι στο μέτωπο».
Ο βασιλιάς επέστρεψε στο παλάτι του και την επόμενη μέρα έστειλε να του φέρουν τις κόρες στην αίθουσα του θρόνου. «Μη φοβάστε», τους είπε, «μόνο πείτε πάλι αυτά, που λέγατε χθες το βράδυ στο σπίτι σας».
Η μεγαλύτερη είπε στον βασιλιά ό,τι είχε πει το προηγούμενο βράδυ και ο βασιλιάς πρόσταξε να του φέρουν ένα ποτήρι νερό. Της ζήτησε να κάνει αυτό που είχε πει και η κόρη σήκωσε το ποτήρι, πήγε σε έναν έναν τους αυλικούς και έδωσε σε όλους να πιούν. Όταν τελείωσε, το ποτήρι είχε ακόμη λίγο νερό.
«Μπράβο!» ενθουσιάστηκε ο βασιλιάς. «Αυτός θα γίνει ο σύζυγός σου», και της παρουσίασε τον προσωπικό του υπηρέτη. «Σειρά σου τώρα», είπε ο βασιλιάς στη μεσαία κόρη και πρόσταξε να φέρουν ένα ρετάλι και ψαλίδι.
Το νεαρό κορίτσι έπιασε αμέσως δουλειά και έκοψε όντως κουστούμια για καθένα από τους αυλικούς του παλατιού, και της έμεινε και ύφασμα στο τέλος. «Μπράβο!» εντυπωσιάστηκε ο βασιλιάς και έφερε αμέσως τον βασιλικό ράφτη για να την παντρευτεί. «Και τελευταία εσύ», είπε και έδειξε τη μικρότερη κόρη. «Εσύ τι είπες χθες το βράδυ στο σπίτι σου;»
«Εγώ Μεγαλειότατε είπα ότι αν ήμουν η γυναίκα του βασιλιά θα του έκανα τρία παιδιά, δυο γιούς με μήλα στα χέρια και μια κόρη με ένα αστέρι στο μέτωπο».
Κι ο βασιλιάς της αποκρίθηκε: «Αν αυτό αληθεύει θα γίνεις βασίλισσα, αλλιώς θα εκτελεστείς», και την παντρεύτηκε αμέσως.
Δεν πέρασε και πολύς καιρός και οι δυο μεγαλύτερες αδερφές άρχισαν κιόλας να ζηλεύουν τη μικρότερη: «Ακούς εκεί να γίνει αυτή βασίλισσα κι εμείς υπηρέτριές της!» έλεγαν κι όλο και φούντωνε το μίσος μέσα τους. Λίγους μήνες πριν γεννηθεί το πρώτο παιδί της βασίλισσας, ο βασιλιάς κήρυξε πόλεμο σε ένα γειτονικό βασίλειο και έπρεπε να φύγει να πολεμήσει. Μην ξέροντας όμως πότε θα γυρνούσε, άφησε εντολή πως αν τα παιδιά που θα έκανε η βασίλισσα ήταν δυο γιοι με μήλα στα χέρια και μια κόρη με ένα αστέρι στο μέτωπο, τότε όλοι θα έπρεπε να της φέρονται σαν βασίλισσά τους και να την υπακούσουν σε κάθε της διαταγή. Αν όμως δεν γινόταν έτσι, τότε θα έπρεπε να τον ειδοποιήσουν κι εκείνος θα τους έλεγε τι να κάνουν. Και με αυτό αναχώρησε για τον πόλεμο.
Όταν γέννησε η βασίλισσα, όντως έκανε τρία παιδιά όπως είχε υποσχεθεί, μα οι ζηλιάρες αδερφές της δωροδόκησαν τη μαμή κι εκείνη αντικατέστησε τα τρία μωρά με τρία κουτάβια. Έστειλαν επιστολή στον βασιλιά με τα νέα κι αυτός απάντησε πως θα την φρόντιζαν για άλλες δυο εβδομάδες, αλλά μετά θα την έστελναν στα κάτεργα.
Εντωμεταξύ, η μαμή είχε πάρει τα τρία μωρά σκεπτόμενη, πως αν τα παρατούσε έξω, θα τα έτρωγαν τα σκυλιά, κι έτσι τα άφησε σε μια γωνιά σε ένα σοκάκι. Έτυχε όμως από εκεί να περάσουν τρεις νεράιδες που μόλις είδαν τα μωρά είπαν: «Ω κοίτα τί όμορφα που είναι!» Μάλιστα η μία συνέχισε: «Τι δώρο να τους κάνουμε άραγε;» και της απάντησε η άλλη: «Εγώ θα τους δώσω ένα ελάφι να τα αναθρέψει». Τότε είπε η πρώτη: «Κι εγώ ένα πουγκί που δεν θα αδειάζει ποτέ» και ολοκλήρωσε και η τρίτη: « Κι εγώ θα τους δώσω ένα δαχτυλίδι που θα αλλάζει χρώμα, όταν ένα τους πάθει κάτι κακό».
Έτσι κι έγινε. Το ελάφι ανάθρεψε τα μωρά μέχρι που μεγάλωσαν. Τότε, η νεράιδα που τους είχε κάνει αυτό το δώρο, εμφανίστηκε μπροστά τους και τους είπε: «Τώρα που μεγαλώσατε δεν έχετε λόγο να μένετε εδώ».
«Πολύ καλά», είπε ένα από τα αγόρια, «θα πάμε τότε στην πόλη και θα πιάσουμε μαζί ένα σπίτι».
«Να προσέξετε», είπε με τη σειρά του το ελάφι, «να πιάσετε ένα σπίτι απέναντι από το βασιλικό παλάτι».
Πήγανε λοιπόν τα αδέρφια στην πόλη, πιάσανε κι ένα σπίτι και το επιπλώσανε σα να ήταν από μόνο του ένα μικρότερο παλάτι. Όταν όμως τυχαία τα είδαν οι θείες τους, τα αναγνώρισαν αμέσως. «Είναι ζωντανά!» είπαν γεμάτες φρίκη. Δεν έκαναν λάθος, τα δυο αγόρια είχαν όντως μήλα στα χέρια και το κορίτσι ένα αστέρι στο μέτωπο. Φώναξαν τη μαμή και την ανέκριναν: «Μαμή, τι σημαίνουν όλα αυτά; Είναι τα ανίψια μας ζωντανά;» Η μαμή, σαστισμένη, κοίταξε έξω από το παράθυρο κι έτσι είδε τα δυο αγόρια να περπατούν ανέμελα στον δρόμο. Τότε κατάστρωσε ένα σχέδιο και πήγε τάχα μου επισκέπτρια στο σπίτι, όσο η αδερφή ήταν μοναχή της. Πέρασε μέσα και είπε: «Καλησπέρα νεαρή μου, πώς είσαι; Είσαι στ’ αλήθεια ευτυχισμένη; Βλέπω, δεν σου λείπει τίποτα, αλλά πιστεύω ότι για να γίνεις πραγματικά ευτυχισμένη, αυτό που σου χρειάζεται είναι το Νερό που Χορεύει. Αν τα αδέρφια σου σε αγαπούν πραγματικά, θα το βρουν και θα σου το φέρουν!», είπε η μαμή κοντοστέκοντας για λίγο κι έπειτα αποχώρησε.
Όταν επέστρεψε ένα από τα αγόρια, του είπε η αδερφή του: «Αδερφέ μου, αν με αγαπάς στ’ αλήθεια θα πας να μου φέρεις το Νερό που Χορεύει». Εκείνος συμφώνησε και το επόμενο πρωί σέλωσε ένα φίνο άλογο και έφυγε.
Στον δρόμο του συνάντησε έναν ερημίτη, ο οποίος τον ρώτησε: «Προς τα πού τραβάς παλικάρι μου;»
«Πάω να βρω το Νερό που Χορεύει», αποκρίθηκε ο νεαρός.
«Τότε σίγουρα πας να βρεις τον θάνατό σου, γιε μου. Αλλά συνέχισε, αφού το επιθυμείς, σε αυτόν τον δρόμο, μέχρι να βρεις έναν ερημίτη γηραιότερο κι από μένα».
Συνέχισε λοιπόν τον δρόμο του, μέχρι που συνάντησε τον άλλον ερημίτη που και αυτός του έδωσε τις ίδιες οδηγίες με τον προηγούμενο. Στο τέλος συνάντησε και τον τρίτο ερημίτη, πολύ πιο ηλικιωμένο κι απ’ τους προηγούμενους, με μια μακριά άσπρη γενειάδα που του έφτανε ως τις πατούσες. Και ο ερημίτης είπε: «Πρέπει να σκαρφαλώσεις τούτο εκεί πέρα το βουνό. Στην κορυφή του θα βρεις ένα πλάτωμα κι ένα σπίτι με μια όμορφη πύλη. Την πύλη την φυλάνε τέσσερις γίγαντες που βαστάνε ξίφη. Άκου τώρα προσεκτικά, γιατί αν κάνεις το παραμικρό λάθος, η ζωή σου θα τελειώσει εκεί. Αν οι γίγαντες έχουν τα μάτια τους κλειστά, μην προχωρήσεις. Αν τα έχουν ανοικτά, τότε συνέχισε. Ύστερα θα συναντήσεις μια πόρτα. Αν την βρεις ανοικτή, μην την διαβείς. Αν είναι κλειστή, τότε σπρώξ’ τήν και πέρνα. Τέλος, θα βρεις τέσσερα λιοντάρια. Αν τα μάτια τους είναι κλειστά, μην προχωρήσεις, αν όμως είναι ανοικτά πέρνα και εκεί θα βρεις το Νερό που Χορεύει».
Ο νεαρός ευχαρίστησε το γέρο ερημίτη και βιάστηκε να ολοκληρώσει την αποστολή του.
Στο μεταξύ η αδερφή του κοιτούσε συνεχώς το δαχτυλίδι να δει αν άλλαξε χρώμα, αλλά παρέμενε ίδιο κι έτσι δεν ανησυχούσε.
Μετά από μέρες ανάβασης, ο νεαρός έφτασε επιτέλους στην κορυφή του βουνού και είδε το παλάτι με τους τέσσερις γίγαντες να το φρουρούν. Είχαν τα μάτια τους κλειστά και η πύλη ήταν ανοιχτή. «Όχι τώρα, πρέπει να περιμένω», είπε από μέσα του το αγόρι. Όταν οι γίγαντες άνοιξαν τα μάτια τους και η πόρτα έκλεισε, τότε μόνο πέρασε σπρώχνοντας και την πόρτα κι αφού περίμενε να ανοίξουν τα μάτια τους και τα λιοντάρια, προχώρησε μέχρι το τέλος. Εκεί βρήκε το Νερό που Χορεύει. Γέμισε τα μπουκάλια του και ακολούθησε με επιτυχία τις οδηγίες του ερημίτη, για να γυρίσει πίσω.
Οι θείες εντωμεταξύ χαίρονταν ιδιαίτερα, μιας κι ο ανιψιός τους είχε μέρες να φανεί. Αλλά εκείνος τελικά επέστρεψε θριαμβευτής και αγκάλιασε όλο αγάπη την αδερφή του. Έφτιαξαν αμέσως δυο χρυσές λεκάνες, άδειασαν το μαγικό νερό κι αυτό άρχισε να πηδάει από τη μία στην άλλη. Όταν οι θείες το είδαν αυτό, είπαν: «Μα πώς τα κατάφερε;» και φώναξαν ξανά τη μαμή. Η μαμή πάλι περίμενε να μείνει μόνη της η κοπέλα και την επισκέφτηκε: «Είδες τι ωραίο είναι το Νερό που Χορεύει; Αλλά ξέρεις τι χρειάζεσαι στ’ αλήθεια τώρα; Το Μήλο που Τραγουδάει», είπε κι έφυγε. Όταν ο αδερφός που της έφερε το μαγικό νερό γύρισε σπίτι, η αδερφή του είπε: «Αν μ’ αγαπάς όπως λες, τότε να μου φέρεις το Μήλο που Τραγουδάει». «Αμέσως, αδερφή μου», της αποκρίθηκε αυτός.
Το επόμενο πρωί καβάλησε το άλογό του και πήρε τον δρόμο για να βρει το Μήλο. Μετά από κάμποση ώρα, συνάντησε τον πρώτο ερημίτη. Εκείνος τον ρώτησε: «Για πού το έβαλες αυτή τη φορά, παλικάρι μου;» Όταν του απάντησε ο νεαρός, ο ερημίτης αποκρίθηκε: «Αυτή η δοκιμασία είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αλλά άκου πώς θα τα καταφέρεις: Σκαρφάλωσε πάλι το βουνό και πρόσεχε τους γίγαντες, την πύλη και τα λιοντάρια. Πιο πέρα, θα συναντήσεις μια μικρότερη πύλη και μπροστά της ένα ψαλίδι. Αν το ψαλίδι είναι ανοικτό τότε μπες, αν όχι, μην το ριψοκινδυνέψεις.»
Έτσι κι έκανε ο νεαρός, ανέβηκε το βουνό, βρήκε το παλάτι, έκανε ό,τι είχε κάνει και την προηγούμενη φορά κι όλα πήγαν καλά. Έφτασε και στη μικρότερη πύλη, είδε το ψαλίδι ανοικτό και πέρασε. Στην αίθουσα που βρήκε, στεκόταν ένα μοναχικό δέντρο με ένα μήλο στην κορυφή του. Σκαρφάλωσε το δέντρο κι έκανε να κόψει το μήλο, μα τα κλαδιά κινούνταν πότε απ’ τη μία και πότε απ’ την άλλη. Περίμενε για λίγο, μέχρις ότου το δέντρο να μείνει τελείως ακίνητο και με μια γρήγορη κίνηση, έκοψε το μήλο. Επέστρεψε με ασφάλεια στο παλάτι με τους γίγαντες, κατέβηκε το βουνό, ανέβηκε στο άλογό του και πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Καθ’ όλη τη διάρκεια που κρατούσε το μήλο στο χέρι, εκείνο έβγαζε έναν υπόκωφο ήχο.
Αυτή τη φορά οι θείες ήταν σίγουρες ότι το σχέδιο είχε πετύχει, τόσο έκανε να γυρίσει ο ανιψιός τους πίσω. Αλλά τελικά γύρισε και ήταν λες και το σπίτι έπεσε να τις πλακώσει. Έφεραν πάλι τη μαμή κι εκείνη ξαναεπισκέφτηκε το κορίτσι και της είπε: «Δεν είχα δίκιο; Και το Νερό που Χορεύει και το Μήλο που Τραγουδάει είναι εξαιρετικά. Τώρα το μόνο που σου μένει είναι να βρεις το Πουλί που Μιλάει και δεν θα χρειαστείς τίποτε άλλο στη ζωή σου για να γίνεις ευτυχισμένη». «Πολύ καλά», είπε το κορίτσι, «θα δούμε αν θα μπορέσει να μου το φέρει ο αδερφός μου».
Όταν γύρισε απ’ έξω ο αδερφός της, η κοπέλα του ζήτησε να της φέρει το Πουλί που Μιλάει και αυτός υποσχέθηκε να της το φέρει. Πέζεψε το άλογό του και στον δρόμο της αναζήτησης, συνάντησε τον πρώτο ερημίτη που τον έστειλε στον δεύτερο, που τον έστειλε στον τρίτο τον γηραιότερο, ο οποίος και του είπε: «Σκαρφάλωσε το βουνό και μπες στο παλάτι με το γνωστό τρόπο. Εκεί θα δεις πολλά αγάλματα. Συνέχισε και θα βρεις μπροστά σου έναν κήπο, στη μέση του οποίου βρίσκεται ένα σιντριβάνι, όπου κάθεται το Πουλί που Μιλάει. Αν σου πει το οτιδήποτε, μην απαντήσεις. Βγάλε ένα φτερό από τις φτερούγες του, βούτα το σε μια γυάλα που θα βρεις εκεί γύρω και χρίσε ένα ένα, όλα τα αγάλματα. Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά και όλα θα πάνε καλά».
Ο νεαρός ήξερε τον δρόμο απ’ έξω κι ανακατωτά πια και σύντομα μπήκε μέσα στο παλάτι. Βρήκε τον κήπο, το σιντριβάνι και το πουλί που, μόλις τον είδε του φώναξε: «Τι συμβαίνει ευγενές μου παιδί; Ήρθες για μένα; Έχασες όμως, οι θείες σου σε έστειλαν εδώ για να πεθάνεις. Έστειλαν και τη μητέρα σου στα κάτεργα». «Η μητέρα μου είναι στα κάτεργα;» είπε ο νεαρός και πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει την πρότασή του, μεταμορφώθηκε κι αυτός σε πέτρα.
Όταν η αδερφή κοίταξε το δαχτυλίδι είδε ότι το χρώμα του είχε αλλάξει σε βαθύ γαλάζιο. «Αχ!» φώναξε και έστειλε αμέσως τον άλλο της αδερφό να βρει τον πρώτο. Και σε αυτόν συνέβησαν όλα όσα είχαν συμβεί και στον πρώτο: συνάντησε τους τρεις ερημίτες, του έδωσαν τις οδηγίες τους και σύντομα βρέθηκε και αυτός στο παλάτι με τον κήπο, τα αγάλματα, το σιντριβάνι και το Πουλί που Μιλάει.
Πίσω στο βασίλειο, οι θείες βλέποντας ότι τώρα έλειπαν και τα δυο αγόρια, ήταν πολύ ευχαριστημένες. Ενώ η αδερφή, κοιτάζοντας το δαχτυλίδι της, είδε πως είχε γίνει πάλι διαφανές.
Σαν το Πουλί που Μιλάει είδε τον νεαρό να πλησιάζει στον κήπο, του είπε: «Τι συνέβη στον αδερφό σου; Το ήξερες ότι η μητέρα σου είναι στα κάτεργα;» «Αλίμονο, η μητέρα μας είναι στα κάτεργα!» είπε ο νεαρός και μεταμορφώθηκε κι αυτός ευθύς αμέσως σε άγαλμα.
Η αδερφή είδε ότι αυτή τη φορά το δαχτυλίδι έγινε μαύρο. Το κακόμοιρο το κορίτσι, μην έχοντας άλλη επιλογή, ετοιμάστηκε και πήγε να βρει τ’ αδέρφια της.
Όπως και τα αγόρια, συνάντησε κι αυτή τους τρεις ερημίτες. Ο τρίτος μάλιστα πρόσθεσε αυτή τη φορά: «Προσοχή, αν απαντήσεις στο Πουλί που Μιλάει, θα χάσεις τη ζωή σου». Ξεκίνησε κι αυτή, ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του γέρου ερημίτη και με ασφάλεια έφτασε στον κήπο μέσα στο παλάτι. Όταν την είδε το πουλί της φώναξε: «Α, ήρθες κι εσύ; Θα σε βρει κι εσένα η ίδια μοίρα που βρήκε τα αδέρφια σου, τους βλέπεις εκεί; Ένας, δύο, σύντομα θα γίνετε τρεις. Ο πατέρας σου είναι στον πόλεμο, η μητέρα σου στα κάτεργα και οι θείες σου το γιορτάζουν». Η κοπέλα δεν είπε τίποτα και το πουλί συνέχισε το τραγούδι του. Όταν τελείωσε με ό,τι είχε να πει, κατέβηκε από το σιντριβάνι και το κορίτσι το ‘πιασε, του έβγαλε ένα φτερό από τη φτερούγα και το βούτηξε στη γυάλα. Πήγε στα αγάλματα των αδερφών της πρώτα και τα έχρισε, ξαναφέρνοντάς τους έτσι στη ζωή. Το ίδιο έκανε και με τα υπόλοιπα αγάλματα, με τους γίγαντες και τα λιοντάρια ως ότου όλοι ξαναζωντάνεψαν. Έτσι τα τρία αδέρφια μαζί με τους ευγενείς, τους ιππότες, τους πρίγκηπες και τους βαρόνους, όλοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ξαλαφρωμένοι. Καθώς ξεμάκραιναν, το παλάτι εξαφανίστηκε, το ίδιο και η πύλη, το ίδιο και οι ερημίτες, αφού στην πραγματικότητα ήταν οι τρεις νεράιδες, οι φίλες των παιδιών.
Την επόμενη της επιστροφής τους στην πόλη, τα τρία αδέρφια φώναξαν έναν χρυσοχόο και τον έβαλαν να τους φτιάξει μια χρυσή αλυσίδα. Τη μια άκρη την έβαλαν στο ένα πόδι του Πουλιού που Μιλάει και την άλλη σε μια ράβδο που του έφτιαξαν για να στέκεται κι έτσι δεν μπορούσε να τους φύγει. Όταν οι θείες κοίταξαν από το παράθυρό τους κατά το σπίτι των ανιψιών τους, είδαν το Νερό που Χορεύει, το Μήλο που Τραγουδάει και το Πουλί που Μιλάει και είπαν: «Πωπω, τώρα τον βρήκαμε τον μπελά μας!»
Το πουλί είπε στα αδέρφια να χτίσουν ένα μεγαλύτερο σπίτι, ένα παλάτι με περισσότερους υπηρέτες, μάγειρους και αυλικούς απ’ ότι το παλάτι του ίδιου του βασιλιά και να παραγγείλουν να τους φτιάξουν μια άμαξα πιο πολυτελή κι απ’ αυτή του βασιλιά, με είκοσι τέσσερις ακόλουθους. Έτσι κι έγινε και όταν οι θείες είδαν το αποτέλεσμα, κόντεψαν να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
Επιτέλους ο βασιλιάς επέστρεψε από τον πόλεμο και οι υπήκοοί του έσπευσαν να τον ενημερώσουν για τα νεότερα του βασιλείου, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στη γυναίκα και στα παιδιά του. Μια μέρα, ο βασιλιάς κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, είδε απέναντι ένα μικρότερο παλάτι διακοσμημένο στην εντέλεια με τα πιο καλόγουστα αντικείμενα. «Μα ποιος κατοικεί εκεί;» ρώτησε, αλλά κανείς δεν ήξερε να του απαντήσει. Ξανακοίταξε και τότε είδε να βγαίνουν απ’ αυτό το παλατάκι δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, τα αγόρια με μήλα στα χέρια και το κορίτσι με ένα άστρο στο μέτωπο. «Σε καλό μου! Αν δεν ήξερα ότι η γυναίκα μου είχε γεννήσει κουτάβια, θα ορκιζόμουν πως αυτά είναι τα παιδιά μου», είπε έκπληκτος ο βασιλιάς. Μια άλλη μέρα, στεκόταν πάλι στο παράθυρό και χάζευε το Νερό που Χορεύει, το Μήλο που Τραγουδάει, και το Πουλί που Μιλάει. Όταν το Μήλο τελείωσε το τραγούδι του, τότε το Πουλί είπε: «Πώς σας φάνηκε Μεγαλειότατε;» Ο βασιλιάς δεν πίστευε στ’ αυτιά του, αλλά απάντησε: «Πώς να μου φανεί; Ήταν εξαίρετο!» «Α, μα υπάρχει κάτι ακόμα πιο εξαίρετο», είπε το Πουλί, «απλά περιμένετε». Το Πουλί είπε στην αφέντρα του, να φωνάξει τα αδέρφια της και τους είπε: «Ορίστε ο βασιλιάς, τι θα λέγατε να τον προσκαλούσαμε σε γεύμα σε δύο ημέρες;» «Αχ ναι, ναι, πολύ καλή ιδέα», είπαν και οι τρεις τους. Έστειλαν λοιπόν στον βασιλιά επίσημη πρόσκληση, την οποία και δέχτηκε και σαν έφτασε στο παλάτι τους και κοίταξε και τους τρεις καλά καλά, ο βασιλιάς σκέφτηκε: «Μα δεν μπορεί, πρέπει να είναι τα παιδιά μου».
Η χλιδή και τα πλούτη στο παλάτι των παιδιών εντυπωσίασε τον βασιλιά. Στο τραπέζι καθώς έτρωγαν, ο βασιλιάς είπε: «Πουλί, όλοι συζητάμε, μόνο εσύ παραμένεις σιωπηλό». «Μεγαλειότατε, δεν αισθάνομαι και πολύ καλά απόψε βλέπετε. Σε δύο μέρες από τώρα όμως που θα έρθουμε να δειπνήσουμε στο παλάτι σας, θα μπορώ κι εγώ να μιλήσω όπως κάνετε όλοι απόψε». Δυο μέρες μετά, το Πουλί συμβούλεψε τα τρία αδέρφια να φορέσουν ότι πιο όμορφο είχαν. Έτσι, τα παιδιά ντύθηκαν βασιλικά και μαζί με το Πουλί, πήγαν στο παλάτι του βασιλιά. Ο βασιλιάς ξενάγησε και τους τρεις στο παλάτι και τους συμπεριφέρθηκε με μεγάλο σεβασμό, η ατμόσφαιρα είχε κάτι το γιορτινό. Οι θείες έτρεμαν από τον φόβο τους. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου και όλοι έκατσαν γύρω από το τραπέζι, ο βασιλιάς είπε : «Εμπρός λοιπόν Πουλί, είπες ότι απόψε θα μιλούσες, δεν έχει τίποτα να πεις λοιπόν;» Τότε το πουλί άρχισε να εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια ό,τι είχε συμβεί από τη στιγμή που ο βασιλιάς είχε στήσει αυτί έξω από την πόρτα των θυγατέρων του βοτανοσυλλέκτη μέχρι και που έστειλε τη μικρότερη, τη γυναίκα του στα κάτεργα, και είπε καταλήγοντας: «Αυτά είναι τα παιδιά σου, Μεγαλειότατε, και η αδικημένη σου γυναίκα είναι στο κατώφλι του θανάτου από τις κακουχίες». Όταν τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς, αγκάλιασε αμέσως τα τρία του παιδιά και έσπευσε να βρει τη γυναίκα του και να την φέρει πίσω σώα. Την βρήκε σε άθλια κατάσταση, ήταν σκελετωμένη κι ετοιμοθάνατη, γονάτισε μπροστά της και της ζήτησε συγχώρεση για αυτήν την αδικία. Στη συνέχεια, πρόσταξε να του φέρουν τις αδερφές της γυναίκας του και τη μαμή και όταν γονάτισαν και οι τρεις μπροστά του, είπε στο Πουλί: «Εσύ που μου άνοιξες τα μάτια, τι τιμωρία θα τους έβαζες;» Και το Πουλί είπε, να ρίξουν τη μαμή από το ψηλότερο παράθυρο και τις αδερφές να τις ρίξουν σε χύτρα με βραστό λάδι. Έτσι κι έγινε. Από τότε, ο βασιλιάς δεν αποχωρίστηκε ποτέ ξανά τη βασίλισσά του και εκείνοι και τα παιδιά τους έζησαν όλοι μαζί ειρηνικά.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1