podlist.gr

Μίτος
Μίτος

Ο Μάρκο Κραλιέβιτς

Ένας από τους ήρωες της Κροατίας, ο Μάρκο Κραλιέβιτς βάλθηκε να νικήσει τους Τούρκους και να καταποντήσει όποιο εμπόδιο σταθεί στο δρόμο του με την υπεράνθρωπη δύναμή του!


-----------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας


-----------------------


Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org


Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com


Ηχητικά εφέ: freesound.org


------------------------


ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:


Ο ΜΑΡΚΟ ΚΡΑΛΙΕΒΙΤΣ


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια γυναίκα που γέννησε τον Μάρκο Κραλιέβιτς. Τον ανάθρεψε αποφασισμένη να τον κάνει ήρωα. Μεγαλώνοντας ο Μάρκο, τάιζε γουρούνια και ήταν ασθενικό και μικροκαμωμένο παιδί, ενώ οι υπόλοιποι τον κακομεταχειρίζονταν και τον ανάγκαζαν να ταΐζει και τα δικά τους γουρούνια. Κάθε φορά που αντιστεκόταν ο Μάρκο αυτοί τον χτυπούσαν και τον έσερναν στο χώμα από τα μαλλιά, μέχρι να κάνει αυτό που ήθελαν. Εκείνος αποφάσισε να το σκάσει και πήρε τα βουνά. Καθώς περιπλανιόταν, σκεφτόταν: «Αν είχα μείνει τώρα, θα με χτυπούσαν ο ένας μετά τον άλλο, αλλά αν ξαναεμφανιστώ το βράδυ, θα τις φάω μόνο μια φορά».


Εκεί που περπατούσε είδε στον δρόμο του ένα μωρό. Ήταν όμορφο, ξαπλωμένο κάτω από τον ήλιο. Του έφτιαξε ένα σκιερό με κλαδιά και φύλλα και πήγε να κάτσει παραπέρα να ξαποστάσει. Τότε πέρασε από εκεί μια νεράιδα και μόλις είδε το μωρό κάτω από την σκιά, είπε: «Θεέ παντοδύναμε! Ποιος έκανε τέτοια καλοσύνη; Ας μου ζητήσει ό,τι θέλει και θα το ‘χει!». Ακούγοντάς το, ο Μάρκο πλησίασε και της είπε: «Κυρά, εγώ το έκανα».


«Εσύ μικρέ αδερφέ μου; Πες μου, τι θες να κάνω, για να σου ανταποδώσω το καλό που έκανες για το μωρό μου».


«Αλίμονο κυρά μου, αυτό που θα ήθελα, δεν μπορείς να μου το δώσεις».


«Μα τι είναι αυτό το φοβερό και τρομερό πράγμα, πες μου».


Αυτό που είχε στον νου του ο Μάρκο ήταν, ότι ήθελε να σταματήσουν πια να τον χτυπάνε και να τον κακομεταχειρίζονται οι άλλοι στο χοιροστάσιο. Και αυτό είπε στη νεράιδα, ότι ευχόταν να σταματήσουν τα χτυπήματα. Κι εκείνη του απάντησε: «Αφού αυτό θέλεις, τότε έλα και πιες από το στήθος μου». Κι αυτός υπάκουα πήγε και ήπιε. Όταν τελείωσε, του είπε η νεράιδα: «Τον βλέπεις εκείνον τον βράχο; Πήγαινε να δούμε αν μπορείς να τον σηκώσεις». Ο Μάρκο πήγε και προσπάθησε να το σηκώσει, αλλά μάταια, ζύγιζε ένα τόνο και βάλε: «Έλα να ξαναπιείς από το στήθος μου κι όταν τελειώσεις, ξαναδοκίμασε». Ο Μάρκο ξαναήπιε και όταν τελείωσε πήγε να σηκώσει τον βράχο. Αυτήν τη φορά κατάφερε να τον σηκώσει λιγάκι. Ξαναήπιε, ξαναπροσπάθησε και τον κύλησε κάμποσα μέτρα πιο πέρα. Ξαναπήγε να πιεί και όταν αυτή τη φορά σήκωσε τον βράχο, μπόρεσε να τον ρίξει μίλια μακριά! Η νεράιδα τον κάλεσε να πιεί από το στήθος της μια τελευταία φορά. Όταν ήπιε τόσο που έσκασε, εκείνη του είπε: «Πήγαινε τώρα και κανένας δε θα ξανασηκώσει χέρι επάνω σου, ούτε οι συγχωριανοί σου, ούτε κανείς».


Και ο Μάρκο χαρούμενος γύρισε στο χοιροστάσιο. Εκεί οι χωριανοί του φώναξαν: «Και πού γύριζες και μας ανάγκασες να σου φροντίζουμε εμείς τα γουρούνια σου;» και του όρμησαν μονομιάς να τον χτυπήσουν. Αυτός τους περίμενε. Μόλις τον πλησίασαν αρκετά, έπιασε δυο μαζί, τον έναν τον κατέβασε με δύναμη στο έδαφος και τον άλλο σχεδόν τον έλιωσε μέσα στη γροθιά του. Οι υπόλοιποι βλέποντάς το αυτό, έτρεξαν κατευθείαν στα σπίτια των δυο τραυματισμένων και τους μήνυσαν: «Ο Μάρκο χτύπησε άσχημα το γιό σου και τον τάδε και τον άλλον και τον παράλλον». Οι οικογένειες μαζεύτηκαν και πήγαν στη μάνα του Μάρκο: «Τι σόι παιδί μεγάλωσες; Έναν αλήτη που σκοτώνει τα δικά μας τα παιδιά;», της είπαν. Η μάνα του Μάρκο ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί από την ντροπή και τον μάλωσε σκληρά:

- Γιέ μου, τόσο καιρό δεν σε έχω δει να απλώνεις χέρι σε κανέναν. Γιατί μου το κάνεις τώρα αυτό, να μισεί εμένα όλο το χωριό για κάτι που εσύ έκανες; Φύγε να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, ντρέπομαι για σένα!

- Πολύ καλά λοιπόν, αφού έτσι θέλεις, θα φύγω να δω τον κόσμο.

- Και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ, να μη σε ξαναδώ μπροστά μου!

- Πολύ καλά! Φεύγω αυτή τη στιγμή κιόλας.


Και ο Μάρκο έφυγε. Καθώς περιπλανιόταν, σκεφτόταν: «Τι θα κάνω; Έχω τη δύναμη ενός ήρωα, αλλά δεν ξέρω πώς να είμαι ήρωας».


Πήγε σε έναν σιδηρουργό, που είχε στη δούλεψή του άλλους εικοσιπέντε σιδηρουργούς και πεταλωτές:

- Ο Θεός μαζί σου σιδηρουργέ!

- Ο Θεός μαζί σου Μάρκο Κραλιέβιτς! Τι κάνεις από δω;

- Ήρθα να σου ζητήσω να μου φτιάξεις ένα ξίφος που να ζυγίζει ένα τόνο και βάλε. Αυτό το ξίφος πρέπει να είναι πιο δυνατό κι απ’ το αμόνι σου. Μόνο αν κόβει καλά θα σε πληρώσω, αλλιώς όχι, σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι.

- Τότε φτιάξ’ το μου τώρα.


Κι άρχισαν και οι εικοσιπέντε βοηθοί να φτιάχνουν την παραγγελία του Μάρκο.


Όταν είχε πια ολοκληρωθεί, ήρθε και ο Μάρκο:

- Το έχεις έτοιμο το ξίφος σιδηρουργέ;

- Ναι, εδώ το έχω.

- Για να το δούμε λοιπόν.

Και ο Μάρκο κατέβασε το ξίφος καταπάνω στο αμόνι, μα αυτό που θρυμματίστηκε ήταν το ξίφος κι όχι το αμόνι.

- Αχ, φίλε μου σιδηρουργέ, δεν το έφτιαξες καλά και δεν θα σε πληρώσω.


Πήγε αλλού, σε άλλο σιδηρουργό:

- Ο Θεός μαζί σου σιδηρουργέ!

- Ο Θεός μαζί σου Μάρκο Κραλιέβιτς! Τι να σου φτιάξω;

- Θέλω να μου φτιάξεις ένα ξίφος που να ζυγίζει ένα τόνο και βάλε. Να είναι όμως πιο δυνατό κι απ’ το αμόνι σου γιατί τότε μόνο θα σε πληρώσω, αλλιώς δεν θα πάρεις τίποτα, σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι.

- Ξεκίνα να το φτιάχνεις τότε.

Και ευθύς μαζεύτηκαν τριάντα σιδηρουργοί και πεταλωτές και δούλευαν και δούλευαν όλοι πάνω στο ξίφος, μέχρι που το σφυρηλάτησαν. Ήρθε κι ο Μάρκο:

- Έτοιμο το ξίφος σιδηρουργέ;

- Έτοιμο Μάρκο.

- Να δούμε τι μπορεί να κάνει.

Και έτσι ο Μάρκο σήκωσε το ξίφος και το κοπάνησε πάνω στο αμόνι, το οποίο χωρίστηκε στη μέση με ευκολία:

- Έκανες πολύ καλή δουλειά σιδηρουργέ. Και τώρα που είδα τι μπορείς να κάνεις, φτιάξε μου και μια θήκη για το ξίφος και ένα σιδερένιο ρόπαλο που να ζυγίζει κι αυτό ένα τόνο και βάλε και θα σου τα πληρώσω όλα μαζί. Αλλά πρέπει όταν πετάξω το ρόπαλο να μη σπάσει. Αν σπάσει, δε θα πάρεις τίποτα.


Και ο σιδηρουργός του έφτιαξε ένα σιδερένιο ρόπαλο, αλλά αυτή τη φορά δεν το έκανε καλά. Όταν ο Μάρκο το σήκωσε, το πέταξε στον αέρα και αυτό προσγειώθηκε πάνω του, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια. Είπε ο Μάρκο:

-Το ξίφος το έφτιαξες καλά, αλλά το ρόπαλο όχι. Δώσε μου το χέρι σου να σε πληρώσω για το ξίφος.

Και όταν ο σιδηρουργός άπλωσε το χέρι του να πληρωθεί, ο Μάρκο Κραλιέβιτς του το ‘κοψε:

- Αυτή είναι η πληρωμή σου σιδηρουργέ, να μην μπορέσεις να φτιάξεις ποτέ τέτοιο ξίφος για κανέναν άλλον.


Ο Μάρκο ταξίδεψε λίγο ακόμη και βρήκε έναν τρίτο σιδηρουργό, με τριάντα οκτώ βοηθούς στη δούλεψή του:

- Ο Θεός μαζί σου σιδηρουργέ!

- Ο Θεός να σε προσέχει Μάρκο! Γιατί ήρθες σε μένα;

- Να μου φτιάξεις ένα σιδερένιο ρόπαλο που να ζυγίζει ένα τόνο και βάλε. Αλλά, εδώ είναι το θέμα, σαν θα το πετάξω ψηλά στον αέρα και πέσει κάτω, δεν πρέπει να σπάσει, αλλιώς δεν θα λάβεις πληρωμή, σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι.

Και οι τριάντα οκτώ εργάτες άρχισαν να δουλεύουν πυρετωδώς να φτιάξουν το ρόπαλο. Όταν το τέλειωσαν, κατέφτασε κι ο Μάρκο:

- Έτοιμο το ρόπαλο;

- Έτοιμο, Μάρκο.

- Για να δούμε τι μπορεί να κάνει.

Πήρε ο Μάρκο το ρόπαλο και το τίναξε τόσο ψηλά, που έκανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες να κατέβει. Όταν κατέβηκε όμως, ο Μάρκο το άφησε να τον χτυπήσει στην πλάτη κι αυτό τον έριξε κάτω, ματώνοντας τη μύτη και τα δόντια του. Αλλά παρέμεινε ατόφιο κι ο Μάρκο σηκώθηκε όρθιος και είπε στο σιδηρουργό:

- Έκανες καλή δουλειά σιδηρουργέ, άπλωσε το χέρι σου να σε πληρώσω.

Και μόλις ο σιδηρουργός άπλωσε το χέρι του να πληρωθεί, ο Μάρκο του το έκοψε:

- Αυτή είναι η πληρωμή σου σιδηρουργέ, να μην μπορέσεις να φτιάξεις ποτέ τέτοιο όπλο για κανέναν άλλον.


Ο Μάρκο γύρισε στη μητέρα του:

- Μάνα, από τη μια με βλέπεις σαν ήρωα, από την άλλη με απορρίπτεις. Αν δεν με θες μαζί σου, τότε θα ξαναφύγω να δω τον κόσμο.

- Γιατί ζεις έτσι; Γιατί δεν μπορείς να είσαι και να ζεις σαν όλους τους άλλους; Έχουμε βόδια, πήγαινε λοιπόν στα λιβάδια και όργωσε τις πεδιάδες και τα βοσκοτόπια, να βοηθήσεις και λίγο τη μάνα σου.


Κι ο Μάρκο υπάκουσε, πήρε τα βόδια και τράβηξε για τα λιβάδια. Εκεί που όργωνε όμως, χωρίς να το καταλάβει, μπήκε και χάλασε τους αυτοκρατορικούς δρόμους. Τα νέα μαθεύτηκαν, τα έμαθαν και οι Τούρκοι και ευθύς κατέφθασαν 300 εκεί που όργωνε ο Μάρκο, όλοι τους πολεμιστές, και του είπαν: «Γιατί Μάρκο χάλασες τους δρόμους της αυτοκρατορίας; Δεν σου έφταναν τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια σου;» και του όρμησαν να τον σκοτώσουν. Ο Μάρκο δεν είχε μαζί του ούτε το σπαθί του ούτε το ρόπαλο, κι έτσι άρπαξε το άροτρο, το κατέβασε στους Τούρκους πολεμιστές κα σωριάστηκαν και οι 300 χάμω: «Πραγματικά ένας άξιος ήρωας», σκέφτηκε μόνος του και γύρισε και μάζεψε όλο το χρυσάφι από τους πολεμιστές, παράτησε το άροτρο και ελευθέρωσε τα βόδια: «Πηγαίνετε καλά μου βόδια να βοσκήσετε ελεύθερα στις πλαγιές και στα λιβάδια, ο Μάρκο δεν τα κατάφερε να οργώσει και ούτε θα το ξαναπροσπαθήσει!» και τραγουδώντας γύρισε στο σπίτι: «Ορίστε μάνα, τώρα έχεις όσο χρυσάφι θα χρειαστείς ποτέ σου, εγώ θα φύγω να δω τι άλλο έχει ο κόσμος εκεί έξω».


Πήρε το ξίφος και το ρόπαλό του και ταξίδεψε για λίγο, ώσπου έφτασε σε ένα χάνι όπου κάποιοι Τούρκοι έπιναν κρασί και κουβέντιαζαν:

- Θα θέλαμε πολύ να γνωρίσουμε το Μάρκο Κραλιέβιτς και να του μιλήσουμε. Έχουμε ακούσει τόσα γι αυτόν και τους ηρωισμούς του. Ο αδερφός του ο Άντρο που είναι κι αυτός εδώ στη Σταμπούλ, ήρωας είναι κι αυτός αλλά μαθαίνουμε ότι ο Μάρκο είναι ακόμα μεγαλύτερος ήρωας!

- Και σε ποιανού την υπηρεσία είναι ο Άντρο Κραλιέβιτς;

- Μα στην υπηρεσία του Πασά βέβαια. Θα περάσουν από εδώ σύντομα απ’ ότι μάθαμε.

- Πολύ καλά, θα τους περιμένω.


Μετά από λίγο έφτασαν στο χάνι ο Άντρο Κραλιέβιτς με τον Πασά. Του φώναξε ο Μάρκο:

- Ε! Μακραδέλφέ μου Άντρο Κραλιέβιτς!

- Να ‘σαι καλά για το κάλεσμα σου, ήρωα, μήπως είσαι ο Μάρκο Κραλιέβιτς;

- Αληθεύει, εγώ είμαι ο Μάρκο Κραλιέβιτς.

- Καλώς, ας πάμε τότε στο χάνι να πιούμε κρασί παρέα, να ενωθούμε κάτω από την ηρωική αγάπη και την ευνοϊκή τύχη. Ειδικά τώρα που δεν φοβόμαστε τον πόλεμο με κανέναν.


Και πήγανε. Κι εκεί που τα πίναν και τα λέγανε, λέει ο Μάρκο:

- Για χάρη μου, για μένα, πες μας ένα τραγούδι Άντρο!

- Αδερφέ μου, δεν μπορώ. Η νεράιδα των νεφών θα με σκοτώσει αν τολμήσω.

- Μη σε νοιάζει και εγώ είμαι εδώ.


Και ο Άντρο ξεκίνησε το τραγούδι του, μα έξω όλα τα κλαδιά από τα δέντρα άρχισαν να πέφτουν. Τότε ένα κλαδί χτύπησε τον Άντρο με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τον έριξε χάμω. Ο Μάρκο κοιτώντας τριγύρω για να δει από πού ήρθε, είδε πάνω σε ένα σύννεφο τη νεράιδα των νεφών. Της πέταξε με όλη του τη δύναμη το ρόπαλό του κι εκείνη έπεσε από τον ουρανό στη γη. Άρχισε να τσιρίζει: «Άσε με να φύγω Μάρκο! Θα ξαναζωντανέψω τον Άντρο και θα σου δώσω κι ένα άλογο με φτερά να πετάς όποτε θες». Ο Μάρκο την ελευθέρωσε, εκείνη μάζεψε κάτι βοτάνια, τα έβαλε στο στόμα του Άντρο κι εκείνος ξαναζωντάνεψε. Ο Μάρκο τότε δέχτηκε το θαυμαστό άλογο που του έδωσε η νεράιδα κι αυτός και ο Άντρο ξαναπήγαν στο χάνι και συνέχισαν το φαγοπότι τους.


Τώρα όμως στο χάνι είχε μπει και μια κακιά παλιογυναίκα. Μόλις είδε τον Άντρο τον ερωτεύτηκε αμέσως, αλλά εκείνος σημασία δεν της έδινε. Εκείνη τότε έριξε στο κρασί του γλυκόμελο και όταν βγήκε έξω για λίγο ο Μάρκο, μέχρι να γυρίσει, ο Άντρο είχε δηλητηριαστεί. Αλλά ο Μάρκο που είχε καταλάβει τι είχε γίνει, ακινητοποίησε την παλιογυναίκα και τη διαπέρασε με το ξίφος του, λέγοντας: «Καλά να πάθεις άθλια, που σκότωσες τον αδερφό μου τον Άντρο».


Και συνέχισε το ταξίδι του μονάχος. Περιπλανήθηκε εδώ κι εκεί και δεν έχανε ευκαιρία να μονομαχήσει με όποιον ήρωα βρισκόταν στο δρόμο του, όπως κι έγινε και με το μαύρο Άραβα.


Ο Άραβας είχε χτίσει έναν όμορφο πύργο στην ακροθαλασσιά. Σαν τον τέλειωσε και είδε πόσο ψηλός κι ωραίος ήταν, είπε στον πύργο: «Όμορφο που σε έφτιαξα πύργε μου και ψηλό και γερό που σε έκανα. Αλλά δεν έχω ούτε μητέρα ούτε πατέρα, ούτε αδερφή ούτε αδερφό και ούτε την αγαπημένη στο πλευρό μου, για να χαρώ τα τείχη σου. Έχω όμως μιαν αγαπημένη, την κόρη του αυτοκράτορα Σολιμάν. Θα του γράψω γράμμα σε σελίδα από λευκό βιβλίο και θα του το στείλω με μαύρο Τατάρο. Αν δε μου τη δώσει, θα τον προκαλέσω σε μονομαχία». Και έγραψε το γράμμα του στον αυτοκράτορα και του το έστειλε με μαύρο Τατάρο.


Όταν ο Σολιμάν διάβασε το γράμμα του Άραβα, άρχισε να κλαίει γοερά και η αυτοκράτειρα Σολιμανίτζα τον πλησίασε ανήσυχη: «Γιατί κλαις έτσι αυτοκράτορα Σολιμάν; Κι άλλες φορές έχεις λάβει γράμματα αλλά ποτέ δεν έκανες έτσι. Τι σε βασανίζει τώρα;» Και της είπε πως ο μαύρος Άραβας ζητούσε το χέρι της κόρης του κι ότι αν δεν του το έδινε, θα τον προκαλούσε σε μονομαχία μέχρι θανάτου. Και πώς θα κατάφερνε να τον αντιμετωπίσει; Η αυτοκράτειρα τον συμβούλευσε να γράψει στη σελίδα του λευκού βιβλίου μια πρόσκληση στον Μάρκο Κραλιέβιτς και να του υποσχεθεί τρία σακιά χρυσάφι. Ο αυτοκράτορας το έγραψε και το έστειλε στο Μάρκο με μαύρο Τατάρο. Μόλις εκείνος το διάβασε, έβαλε τα γέλια: «Ναι, ευκολόπιστε αυτοκράτορα Σολιμάν, και τι να το κάνω εγώ το χρυσάφι σου αν ο Άραβας μου κόψει το κεφάλι;» και άφησε το γράμμα αναπάντητο. Ο Σολιμάν περίμενε ανυπόμονα, μέχρι που επέστρεψε ο Τατάρος αγγελιοφόρος του, αναφέροντάς του πως ο Μάρκο Κραλιέβιτς δεν είπε, ούτε ότι θα έρθει μα ούτε κι ότι δεν θα έρθει. Ο αυτοκράτορας τότε έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, μιας και δεν έβλεπε καμιά σωτηρία για την κόρη του. Ήρθε και δεύτερο γράμμα από τον Άραβα, στο οποίο απαιτούσε τη νύφη και υπενθύμιζε πως αν δεν την έπαιρνε σύντομα, τότε η μονομαχία έπρεπε να συμβεί και μάλιστα γρήγορα. Πάλι έκλαιγε ο αυτοκράτορας. Αυτήν τη φορά τον πλησίασε η μονάκριβή του κόρη και τον ρώτησε: «Γιατί κλαις πατέρα μου Σολιμάν; Κι άλλες φορές έχεις λάβει γράμματα αλλά ποτέ δεν έκανες έτσι», κι αυτός της απάντησε αναστατωμένος:

- Αγαπημένη μου κόρη! Είναι ο μαύρος Άραβας που μου γράφει ότι αν δεν του δώσω το χέρι σου, θα πρέπει να μονομαχήσω μαζί του μέχρι θανάτου. Πώς μπορώ να το κάνω, τόσο γέρος που είμαι;

- Ξέρεις πατέρα, υπάρχει ένας ήρωας, ο Μάρκο Κραλιέβιτς. Γράψε του και τάξε του εννιά σακιά χρυσάφι, αν πάει να μονομαχήσει στη θέση σου.


Ο αυτοκράτορας πάλι έγραψε στον Μάρκο και του έστειλε το γράμμα με τον Τατάρο. Εκείνος διαβάζοντας το γράμμα έβαλε πάλι τα γέλια: «Κακορίζικε αυτοκράτορα Σολιμάν, τι να το κάνω εγώ το χρυσάφι σου αν ο Άραβας μου κόψει το κεφάλι;» και δεν έστειλε απάντηση, ούτε θετική μα ούτε κι αρνητική.

Καταβεβλημένος ο αυτοκράτορας δεν ήξερε πια τι να κάνει. Σαν να μην έφτανε αυτή του η απελπισία, ήρθε και τρίτο γράμμα από τον μαύρο Άραβα που έλεγε ότι σύντομα θα κατέφθανε να πάρει την κόρη του για γυναίκα και ότι όλα τα ταβερνεία και οι αγορές έπρεπε να παραμείνουν κλειστά στο διάβα του, από φόβο για το πέρασμά του. Αυτή τη φορά ο αυτοκράτορας κρεβατώθηκε από τη στενοχώρια του και σταματημό δεν είχαν τα δάκρυά του. Πήγε τότε στο προσκέφαλό του η κόρη του και ρώτησε:

-Πατέρα μου, γιατί κλαις τόσο; Κι άλλες φορές έχεις λάβει γράμματα αλλά ποτέ δεν έκανες έτσι, τι σε βασανίζει;

- Θυγατέρα μου! Μου έγραψε πάλι ο Άραβας και μου είπε ότι καταφτάνει κι ότι αν δεν του δώσω το χέρι σου, θα μονομαχήσουμε μέχρι θανάτου. Πώς, μα πώς να τον αντιμετωπίσω, έτσι γέρος που είμαι;

- Γράψε πατέρα πάλι στον Μάρκο Κραλιέβιτς και αυτή τη φορά τάξε του δώδεκα σακιά χρυσάφι. Τάξε του όμως και ένα πουκάμισο από ατόφιο χρυσάφι, που ούτε έχει ραφτεί ούτε πλεχτεί ποτέ παρόμοιό του. Τάξε του και ένα ερπετό, που στο στόμα του θα κρατά ένα χρυσό πιάτο με ένα πετράδι, το οποίο βοηθά να βλέπεις στο σκοτάδι όπως και τη μέρα.


Τα έγραψε όλα αυτά ο Σολιμάν στο Μάρκο και όταν διάβασε το γράμμα που του έφερε ο Τατάρος είπε γελώντας: «Απελπισμένε Σολιμάν, τι να τα κάνω τόσα πλούτη αν ο Άραβας μου κόψει το κεφάλι;» και πάλι δεν απάντησε αν θα πήγαινε ή όχι.


Το τελευταίο γράμμα του μαύρου Άραβα έφτασε στα χέρια του αυτοκράτορα και έλεγε ότι είχε συγκεντρώσει τριακόσιους ήρωες με ασημένιες πανοπλίες, όλοι τους εκλεκτοί πολεμιστές.


Τότε όμως είπε ο Μάρκο: «Πιστό μου, θαυμαστό μου άτι, μαργαριτάρι μου! Τώρα περισσότερο από ποτέ πρέπει να μου είσαι πιστό και το πιο γενναίο από όλα, αλλιώς θα σου κόψω τα πόδια». Το άλογο του απάντησε ότι έπρέπε να το σελώσει και να αναχωρήσουν αμέσως γιατί ο μαύρος Άραβας πλησίαζε επικίνδυνα. Ο Μάρκο το άκουσε και σύντομα βρεθήκαν στην πόλη του αυτοκράτορα Σολιμάν.


Έχοντας εντοπίσει από που θα ερχόταν ο Άραβας με τους άνδρες του, πήγε και στάθηκε μπροστά στην ταβέρνα ενός νεαρού ταβερνιάρη και του χτύπησε την πόρτα:

- Άνοιξε και φέρε μου κρασί.

- Να με συγχωράει η χάρη σου αφέντη, αλλά αυτό δε θα το κάνω, έχουμε εντολή να παραμείνουμε κλειστά, επειδή θα περάσει από εδώ ο μαύρος Άραβας.

- Είπα φέρε μου κρασί, αλλιώς θα σου κόψω το κεφάλι από τη ρίζα.


Ο ταβερνιάρης είδε ότι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα κι αποφάσισε να φέρει κρασί στον άνδρα που του χτύπαγε. Ο Μάρκο ήπιε το μισό και το άλλο μισό το έδωσε στο άλογό του. Την επόμενη φορά ο ταβερνιάρης έφερε δυο κούπες κρασί, μία για τον Μάρκο και μια για το άλογό του. Σαν τέλειωσε, ο Μάρκο μπήκε στον κήπο της ταβέρνας να βρει να πληρώσει τον ταβερνιάρη. Εκεί βρήκε μια νεαρή να κάθεται δίπλα στο ρυάκι και να κλαίει σιωπηλά: «Αχ ρυάκι, ποταμάκι μου, χίλιες φορές να πέσω στα νερά σου παρά να πάω καβάλα με τον μαύρο Άραβα!». Όταν ο Μάρκο συνειδητοποίησε πως ήταν η κόρη του αυτοκράτορα Σολιμάν της είπε: «Τι σε στενοχωρεί τόσο κοπέλα μου, που κλαις με τέτοιο δάκρυ;». Εκείνη απότομα του απάντησε:

- Φύγε απο δω τιποτένιε ήρωα! Τι με ρωτάς αφού δεν μπορείς να με βοηθήσεις σε τίποτα!

- Πες μου και πού ξέρεις, μπορεί και να μπορώ να σε βοηθήσω.

- Έρχεται ο μαύρος Άραβας να με πάρει μακριά από τη μητέρα και τον πατέρα μου. Είχα έναν ήρωα κατά νου, που ήταν ο μόνος που μπορούσε να με σώσει, αλλά αυτός αρνήθηκε. Το προσφέραμε δώδεκα σακιά χρυσάφι, ένα πουκάμισο που ούτε έχει ραφτεί ,ούτε πλεχτεί και είναι από ατόφιο χρυσάφι και ένα ερπετό που στο στόμα του κρατάει ένα χρυσό πιάτο και πάνω του ένα πετράδι που θα τον βοηθά να βλέπει στο σκοτάδι όπως και τη μέρα. Και πάλι αρνήθηκε και είναι άφαντος. Ο ήλιος και το φεγγάρι δεν το έχουν δει, η μητέρα του τον έχει πια ξεχάσει και κανένα πουλάκι δεν του έχει κελαηδήσει.

- Αρκετά τα λόγια τα πολλά. Πήγαινε στο παλάτι και πες τους ότι έφτασα. Εγώ είμαι ο Μάρκο. Και πρόσταξε να σε ντύσουν πλουσιοπάροχα και να σου δώσουν ό,τι έχει προστάξει ο Άραβας μα και ό,τι μπορεί να επιθυμήσει.


Η κόρη του Σολιμάν έτρεξε στο παλάτι και μετέφερε ό,τι της είχε πει ο Μάρκο.


Στο μεταξύ όμως, ενόσω ο Μάρκο συζητούσε με την κόρη, ο μαύρος Άραβας πέρασε από την ταβέρνα και την είδε ανοιχτή, μαζί με ένα άλογο δεμένο απ’ έξω: «Ποιος δεν τρέμει τον ερχομό μου; Θα του μάθω εγώ ποια είναι η τιμωρία για την ανυπακοή» και με αυτό πρόσταξε το δεμένο άλογο, μα το άλογο δεν κουνήθηκε καθόλου, σα να ήταν μαρμαρωμένο: «Πολύ καλά, θα συνεχίσω το δρόμο μου και ποιος ξέρει, ίσως να μου δώσουν την κόρη χωρίς καμιά αντίσταση». Κι έτσι κι έγινε, του παρέδωσαν την κόρη του Σολιμάν και ό,τι ζήτησε έγινε δικό του.


Στον γυρισμό, ξαναπέρασε από την ταβέρνα και είδε ότι το άλογο ήταν ακόμη εκεί δεμένο. Θύμωσε και ήταν έτοιμος να ζητήσει το λόγο από τον ταβερνιάρη, αλλά αντ’ αυτού φώναξε στο άλογο, το οποίο παρέμεινε ακίνητο, ούτε αυτί δεν κούνησε: «Πολύ καλά, τώρα που έχω αυτό που ήθελα και έχω πάρει ήδη τον δρόμο της επιστροφής, δεν θα αρχίσω τις φασαρίες,». Σαν προχώρησε ο Άραβας, ο Μάρκο βγήκε από τον κήπο και το άλογό του τον μάλωσε:

- Πού ήσουν τόση ώρα, ο Άραβας παραλίγο να με σκοτώσει!

-Μην φοβάσαι πολύτιμό μου άτι, εγώ σύντομα θα σκοτώσω αυτόν κι όχι αυτός εσένα.


Ήπιε άλλη μια κούπα κρασί και πήρε κι άλλη μία για το άλογό του. Ευθύς μετά ξεκίνησαν οι δυο τους στο κατόπι του μαύρου Άραβα. Αυτός είχε ήδη δώσει εντολή στους φρουρούς του να έχουν το νου τους, μπας και δουν καμιά σκοτεινή ομίχλη να ξετρυπώνει από πουθενά. Προς το παρόν κανείς δεν είχε παρατηρήσει τίποτα ύποπτο, μετά από λίγο όμως ένας τους είδε μια σκοτεινή ομίχλη να τους ακολουθεί: «Αφέντη μου, εκεί πίσω, να τη η ομίχ--» και πριν προλάβει να τελειώσει, από την ομίχλη ξεπήδησε ο Μάρκο, σφάζοντας την οπισθοφυλακή του Άραβα. Εκείνος του είπε:

- Μην είσαι χαζός Μάρκο, τι νομίζεις ότι κάνεις τώρα; Είσαι σοβαρός ή πας να μας διασκεδάσεις;

- Δεν κοροϊδεύω ούτε πάω να διασκεδάσω κανέναν, ειλικρινά και σοβαρά πράττω.

- Κάνε τότε ό,τι νομίζεις, ρίξε ό,τι έχεις και δεν έχεις.

- Δεν θα ρίξω τίποτα εγώ. Εσύ όμως ρίξε το ρόπαλό σου αν τολμάς.

Και λέγοντας αυτό ο Μάρκο, έκανε μια βουτιά από ψηλά καταπάνω στον Άραβα. Ο Άραβας πέταξε με δύναμη το ρόπαλο προς το κεφάλι του Μάρκο, μα το άλογο έκανε έναν ελιγμό και το απέφυγε. Τότε ήταν σειρά του Μάρκο να πετάξει το ρόπαλό του, που βρήκε το στόχο του και έριξε τον Άραβα καταγής.Τότε είπε το άλογο στον Μάρκο: «Έλα λοιπόν, κόψε το κεφάλι του Άραβα!» και κάνοντας μια στροφή, το άλογο όρμησε στον Άραβα, ο Μάρκο τράβηξε το σπαθί και περνώντας από πάνω του, έκοψε το κεφάλι του Άραβα με μια κίνηση. Το άλογο προσγειώθηκε κι απομακρύνθηκε, ο Μάρκο πήγε και σήκωσε το κομμένο κεφάλι και το προσέφερε στην κόρη του αυτοκράτορα: «Φίλα τον τώρα που είναι νεκρός, αφού δεν θα τον φιλούσες ποτέ όσο ζούσε». Κι έτσι γύρισαν στο παλάτι του αυτοκράτορα Σολιμάν, ο οποίος οργάνωσε μια μεγάλη γιορτή για αυτήν τη νίκη. Όλοι οι φίλοι και η οικογένεια του Μάρκο ήταν εκεί, ενώ του δόθηκαν κι αυτά που του είχαν υποσχεθεί.


Κάποτε, δοκίμασε την τύχη του και σε μια μάχη με τον Μούσα Ουρμπανούσα. Αυτός είχε τρεις καρδιές. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πάλευε μαζί του ο Μάρκο χωρίς σταματημό, με τέτοια μανία, που κόκκινος αφρός άρχισε να βγαίνει από το στόμα του Μάρκο, ενώ ο Μούσα φαινόταν σαν να μην πιεζόταν καθόλου. Φώναξε τότε ο Μάρκο Κραλιέβιτς: «Νεράιδα, ε νεράιδα, αδερφή μου!» κι εκείνη του απάντησε: «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, το μωρό κοιμάται στην αγκαλιά μου τώρα. Ακόμη όμως δεν έχεις ανακαλύψει το μυστικό σου όπλο;» Και ο Μάρκο γύρισε στον Μούσα και του είπε: «Κοίτα Μούσα Ουρμπανούσα αν ο ήλιος δύει ή ανατέλλει». Όπως γύρισε ο Μούσα να κοιτάξει τον ήλιο, βγάζει ο Μάρκο το μαχαίρι του, χτυπάει πισώπλατα τον Μούσα κι αρχίζει να τον μαχαιρώνει αλύπητα. Ο Μούσα έπεσε και πλάκωσε τον Μάρκο, ο οποίος με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να απεγκλωβιστεί. Μόλις τα κατάφερε κι έτσι κατακρεουργημένος που ήταν ο Μούσα, ο Μάρκο αποφάσισε να βρει την πηγή της τόσο μεγάλης του δύναμης. Κοιτώντας στα σωθικά του, είδε ότι ο Μούσα είχε τρεις καρδιές – η μια χτυπούσε, η δεύτερη άρχιζε να χτυπά πολύ αργά και για την τρίτη δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε. Είδε ένα φίδι που κείτονταν και το οποίο είπε στον Μάρκο: «Ευτυχώς που δεν ήξερες τίποτα για εμένα, γιατί δεν θα έκανες ό,τι έκανες και όπως το έκανες. Έλα τώρα, άνοιξε το στόμα σου να μπω μέσα σου να γίνεις κι εσύ όσο δυνατός ήταν ο Μούσα». Ο Μάρκο όμως θύμωσε πολύ και έκοψε το φίδι σε κομμάτια λέγοντας: «Δε χρειάζομαι τέτοιο βρωμερό πλάσμα στα σωθικά μου, για να είμαι μέγας και τρανός».


Έζησε και ταξίδεψε πολύ ο Μάρκο Κραλιέβιτς. Έζησε μέχρι τα χρόνια των μηχανικών όπλων. Κάποτε, πλησίασε έναν βοσκό που πυροβολούσε κάτι πουλιά και τον ρώτησε:

- Μα τι είναι αυτό που κάνεις;

- Δε βλέπεις; Πυροβολάω τα πουλιά. Θα μπορούσα να πυροβολήσω κι εσένα, ξέρεις.

- Και πώς ακριβώς θα μπορούσες να με σκοτώσεις με αυτό το μαραφέτι; Ήρωες και ήρωες έχουν δοκιμάσει να με σκοτώσουν και δεν τα έχουν καταφέρει και θα το κάνεις εσύ με αυτό; Να, ρίξε μου εδώ να δω.

Είπε ο Μάρκο και έβαλε την παλάμη του μπροστά στην κάνη του όπλου του βοσκού. Εκείνος πυροβόλησε και η σφαίρα πέρασε μέσα από το χέρι του Μάρκο: «Ποιο το νόημα να ζω άλλο σε αυτόν τον κόσμο, τώρα που ο κάθε μπούφος μπορεί να με σκοτώσει; Τα παρατάω».


Πήγε κι έκατσε σε μια σπηλιά και μέχρι σήμερα είναι ακόμη εκεί. Όταν μια μέρα ένας εξερευνητής μ’ ένα σχοινί κι ένα μπαούλο, κατέβηκε την τρύπα της σπηλιάς αυτής, τον σταμάτησε η νεράιδα: «Χριστιανέ, τι ζητάς εσύ εδώ;» και ο εξερευνητής της είπε ποιος ήταν και γιατί είχε κατέβει ως εκεί. Ο Μάρκο όμως άκουσε τις φωνές τους από μακριά και ρώτησε τη νεράιδα ποιος είχε έρθει. Εκείνη του είπε πως είχε έρθει μια ψυχή από τον έξω κόσμο να εξερευνήσει τη σπηλιά του Μάρκο. Εκείνος της είπε, πως ήθελε πολύ να γνωρίσει τον άνθρωπο αυτό, να δει πόσο δυνατοί είχαν γίνει οι άνθρωποι μετά από τόσα χρόνια και πως ήθελε να του σφίξει το χέρι. Η νεράιδα αντ’ αυτού έδωσε στον Μάρκο πυρωμένο σίδερο κι ο Μάρκο το πήρε στο χέρι του και το ζούληξε τόσο πολύ που έσταξε νερό και είπε: «Θα ξαναγυρίσω στον κόσμο αν πουθενά δεν αναφερθεί το όνομά μου για τρεις μέρες». Γνώρισε τον άνθρωπο και του πρόσταξε να πει στους άρχοντες του κόσμου πως ήθελε να επιστρέψει, δίνοντάς του κι ένα γράμμα σφραγισμένο με το δικό του χέρι. Ο εξερευνητής μπήκε στο μπαούλο, τον τραβήξανε πάνω και έπειτα έδωσε το γράμμα στους άρχοντες. Μα αυτούς τους τρόμαξε πολύ ο ερχομός του Μάρκο κι έτσι δεν είπαν ποτέ σε κανέναν για τη σπηλιά. Τα χνάρια του αλόγου του όμως, μπορούμε να τα δούμε ακόμη και σήμερα παντού στον κόσμο.


Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.

Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1

Περισσότερα επεισόδια

Το Κοράκι - Μέρος 2ο

Σε αυτό το 2ο μέρος της ιερής ιστορίας των Τλίνγκιτ, το μεγαλείο το Κορακιού αποκαλύπτεται πραγματικά. Δημιουργεί πέτρες, ανθρώπους, συνεχίζει να καταβροχθίζει και να ονομάζει όλες τις δημιουργίες του!ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει περιγραφές βίας, πρόθεση βίας, ακατάλληλο λεξιλόγιοΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΠΛΗΡΕΣ...

Το Κοράκι - Μέρος 1ο

Ο παλιός, παλιός λαός Τλίνγκιτ μοιράζεται μαζί μας την πορεία του Κορακιού - του δημιουργού, του πανταχού παρών, του πονηρού και του άπληστου, του λόγου που τόσα πολλά υπάρχουν τριγύρω μας σήμερα! Σε δύο μέρη μιας και δεν καθόταν ήσυχος...ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει σκηνές βίας, βία σε ζώαΕπισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω...

Το Μεγάλο Ερπετό και η Μεγάλη Πλημμύρα

Να και η ιστορία του μεγάλου νερού από τους Τσέπουα αυτή τη φορά. Και το μεγάλο ερπετό έχουμε ξαναδεί αλλά και τη μεγάλη πλημμύρα. Αυτή τη φορά από κάποια άλλη οπτική.ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει έντονες σκηνές βίας Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.orgΤίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.comΗ ιστορία είναι ευγενική παραχώρηση του: www.firstpeople.usΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ:...