Οι Άθλοι Των Ερωτευμένων - Μέρος 1ο
Μια ιστορία που λέγεται σε δυο νύχτες, από τους Ζούνι. Μπόλικη γεωγραφία, τραγωδία και γνώριμη εξιστόριση.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Περιέχει κάποια βία
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι Άθλοι των Ερωτευμένων
Αφηγείται την πρώτη νύχτα
Τον καιρό των αρχαίων, όταν το Μάτσακι ήταν ακόμη ο τόπος των παιδιών, ζούσε σε μια πόλη που την έλεγαν Πόλη του Αλατιού, μια όμορφη κυρά. Την πόλη την ονόμασαν έτσι γιατί η Θεά του Αλατιού έφτιαξε εκεί μια μεγάλη λευκή αλμυρή λίμνη, στις Καινούριες Μέρες πια. Η κυρά ήταν όμορφη, κόρη του αρχηγού-θεραπευτή ο οποίος είχε τόσα πολλά δέρματα και τομάρια, που δεν υπήρχαν αρκετοί πάσσαλοι να τα κρεμάσει. Τα φινιστρίνια του καραβιού του ήταν γεμάτα πέτρες τουρκουάζ και κοχύλια του ωκεανού, τόσες θυσίες είχε κάνει στους θεούς. Το σπίτι του ήταν το μεγαλύτερο στο Μάτσακι και στις πλευρές του είχε ακουμπήσει πολλές σκάλες σκαλισμένες με τα τίμους των προγόνων του, πράγμα πολύ σπουδαίο. Αυτοί οι πρόγονοι μάλιστα καλλιέργησαν τα καλαμπόκια τους με ξύλινες σκαπάνες σμιλεμένες με πέτρινα εργαλεία ενώ για να παραμένουν βαριές χρησιμοποιούσαν γρανίτη. Έτσι, όλοι οι νεαροί σε αυτόν μα και στους γύρω οικισμούς είχαν ερωτευτεί τη νέα κυρά της Πόλης του Αλατιού.
Ένας από αυτούς τους νεαρούς ζούσε πέρα από τις Δυτικές Πεδιάδες, στο Πουέμπλο των Ανέμων. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην κυρά που δούλευε μέρα-νύχτα να της φτιάξει δώρα και σημασία δεν έδινε στις κοπέλες του Πουέμπλο. Ένα πρωί είπε στους πατέρες της φυλής του:
Έχω δει την κυρά του Μάτσακι. Θέλω να πάω να τη βρω, τι λέτε εσείς γι αυτό;
Ας γίνει όπως νομίζεις, του είπαν οι σοφοί.
Σαν νύχτωσε λοιπόν, ο νεαρός έφτιαξε ένα δισάκι γεμάτο με πανωφόρια και κρεμαστά, όλα προσεκτικά διπλωμένα μέσα στο πιο λευκό τομάρι ελαφιού που είχε. Σαν έδυσε ο ήλιος κίνησε για το Μάτσακι και άρχισε ήδη να σκαρφαλώνει τη σκάλα του σπιτιού του πατέρα της, όταν μόλις ο αρχηγός και τα παιδιά του είχαν κάτσει να καπνίσουν και να συζητήσουν. Σήκωσε τη γωνία της δερμάτινης πόρτας και φώναξε στον κόσμο από κάτω:
Σε!
Χαΐ! του απάντησαν μια-δυο φωνές από χαμηλά.
Τραβήξτε με κάτω, φώναξε ο νεαρός και ταυτόχρονα κράτησε το δισάκι του στο άνοιγμα της οροφής να το δουν.
Η μητέρα της κυράς σηκώθηκε και βοήθησε τον νεαρό να κατέβει από την εσωτερική σκάλα. Εκείνος μόλις έφτασε κοντά στο φως της φωτιάς απόθεσε το δισάκι του χάμω:
Πατέρες και μητέρες μου, αδερφές και φίλοι μου, πώς είστε όλοι αυτές τις μέρες; είπε ο νεαρός με σεβασμό, σα να μιλούσε σε συμβούλιο.
Ευτυχισμένοι! Χαρούμενοι! του απάντησαν όλοι. Κάθησε, κάθησε σε αυτό το σκαμνί, συνέχισαν και του έφεραν ένα κάθισμα μπροστά στη φωτιά.
Κόρη μου, είπε τότε ο γέρος άνδρας που κάπνιζε στην άλλη άκρη της εστίας, όταν έρχεται ξένος στο σπίτι μας είναι ευθύνη του κοριτσιού να πάει και να φέρει μπροστά του το μαγείρεμα της ημέρας.
Το κορίτσι πήγε και, μέσα από ένα μεγάλο σκεύος σε μια γωνία του σπιτιού, έφερε ένα δίσκο με χέουε, πίτες από καλαμποκάλευρο που ήταν λεπτές σαν χαρτί και τις τοποθέτησε μπροστά στον νεαρό:
Φάε με την ψυχή σου, του είπε.
Είναι καλές, είπε ο νεαρός και ευθύς σηκώθηκε όρθιος, έβαλε το αριστερό του χέρι πάνω από το στέρνο του και με το δεξί σήκωσε μια πίτα από την οποία και έφαγε πολύ μικρό κομμάτι. Είναι το έθιμο, βλέπετε να τρώει κάποιος πολύ λίγο όταν παρουσιαζόταν μπροστά σε ένα ξένο κορίτσι και ειδικά μάλιστα αν ετοιμαζόταν να της ζητήσει την άδεια να μείνει στο ίδιο σπίτι με αυτήν. Έτσι, από ευγένεια, ο νεαρός έφαγε ελάχιστη πίτα και έπειτα είπε, ευχαριστώ.
Φάε κι άλλο, είπαν οι γηραιότεροι.
Δεν έχω ανάγκη από άλλο.
Έφαγε και τελείωσε, είπαν τότε οι γονείς και το κορίτσι μάζεψε τα ψίχουλα και απομάκρυνε τον δίσκο.
Λοιπόν, είπε ο αρχηγός μετά από λίγο, όταν έρχεται κάποιος ξένος στο σπίτι, δεν έρχεται χωρίς να έχει κάτι στον νου του.
Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε ο νεαρός και έπειτα σιώπησε.
Τι είναι αυτό που έχεις κατά νου και ήρθες ως εδώ; είπε πάλι ο γέρος άνδρας.
Έχω ακούσει, είπε ο νεαρός τότε, για την κόρη σου και την έχω δει κιόλας και με τη σκέψη της έφτασα ως εδώ.
Τότε σηκώθηκαν οι μεγαλύτεροι γιοι του αρχηγού, οι οποίοι είχαν έρθει στο σπίτι να καπνίσουν και να συζητήσουν και είπαν:
Καιρός να πηγαίνουμε κι εμείς, τα αστέρια πρέπει να έχουν σβήσει τώρα, και γυρνώντας προς τους γηραιότερους είπαν, εσείς περιμένετε μέχρι το πρωί. Έσφιξαν το χέρι του νεαρού και στη συνέχεια γύρισαν στα σπίτια των μητέρων των γυναικών τους.
Άκου παιδί μου! είπε ο αρχηγός, αφού έφυγαν οι γιοι του, γυρνώντας προς την κόρη του που καθόταν σε μια γωνιά με το βλέμμα χαμηλωμένο, κοιτώντας τη ζώνη της. Άκου! Τον άκουσες τον νεαρό, τι έχεις να πεις για αυτό;
Μα… δεν ξέρω τι να πω. Τι άλλο να πω παρά “Ας είναι”, όπως είπαν και οι σοφοί.
Όπως θες, είπε ο γέρος άνδρας.
Έφτιαξε ένα τσιγάρο και το κάπνισε με τον νεαρό. Όταν τελείωσε, το πέταξε στη φωτιά και μετά γύρισε στη μητέρα: “Γριά μου, δεν ήρθε η ώρα να ξεκουράσουμε τα κορμιά μας;”.
Μόλις όλοι οι γηραιοί είχαν αποκοιμηθεί στις γωνιές τους η κυρά, χαμηλόφωνα, είπε στον νεαρό:
Είναι πολύ πιθανό να με αγαπάς. Ναι, είπα “Ας είναι”, αλλά πριν δεχτώ το δισάκι σου και σε ευχαριστήσω θέλω να αποδείξεις ότι με αγαπάς. Να πας στα χωράφια μου με καλαμπόκι, στους τόπους του αρχηγού-θεραπευτή δίπλα στον ποταμό, και να μαζέψεις όλο το καλαμπόκι σ΄ ένα μόνο πρωινό. Αν το κάνεις αυτό τότε θα ξέρω πως με αγαπάς αληθινά. Τότε θα δεχτώ τα δώρα σου και θα ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι.
Πολύ καλά, απάντησε ο νεαρός, θα κάνω ό,τι μου ζήτησες.
Το κορίτσι σηκώθηκε και άναψε ένα δεμάτι με κλαδιά κέδρου. Οδήγησε τον νεαρό σ΄ ένα δωμάτιο μ΄ ένα στρώμα από μαλακές κουβέρτες και δέρματα. Στη συνέχεια πήρε τη σκαπάνη του πατέρα της, την ακούμπησε δίπλα στην πόρτα και ευχήθηκε στον νεαρό καλή ξεκούραση μέχρι το πρωί. Μόλις είχε φύγει, ο νεαρός γύρισε και κοίταξε τη σκαπάνη και σκέφτηκε: “Χα! Αφού μόνο αυτό μου ζήτησε να κάνω θα δει στα σίγουρα πόσο άξιος είμαι!”.
Μόλις οι πρώτες ακτίνες του ήλιου φάνηκαν πάνω από το οροπέδιο, ο νεαρός σηκώθηκε και περνώντας τη σκαπάνη στον ώμο κίνησε για τα χωράφια. Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και η κυρά, η οποία κοιτώντας από την κορυφή του σπιτιού της σκέφτηκε: “Α! Καλό ξεκίνημα έκανε. Τα μικρά μου κι εγώ όμως θα δούμε πώς θα τα πάει και αργότερα. Πολύ αμφιβάλλω αν με αγαπά όσο νομίζει”.
Πήγε μετά σε ένα κλειστό δωμάτιο. Σε μια γωνιά του στεκόταν ένα δοχείο νερού, πανέμορφα ζωγραφισμένο και αστραφτερό. Είχε σχήμα σαν και τ΄άλλα βάζα, αλλά δεν ήταν ακριβώς το ίδιο, το συγκεκριμένο ήταν πράγματι εντυπωσιακό! Για πώμα του είχε μια πέτρα που εμπόδιζε από μέσα του να βγουν κάθε λογής μυγάκια, κουνούπια και σκνίπες. Η κυρά έβγαλε το πώμα και άρχισε να ψιθυρίζει κάτι σαν προσευχή στα πλάσματα μέσα:
Τώρα μικρά μου, ήρθε η ώρα να πετάξετε μακριά και να πάτε μέχρι τα χωράφια του καλαμποκιού, δίπλα στον ποταμό. Εκεί θα δείτε έναν νεαρό που θα σκαλίζει, τόσο σκληρά θα δουλεύει που θα του έχει κοπεί η μιλιά. Πηγαίνετε να τον βρείτε.
Τσου-νου-νου-νου, είπαν οι μύγες.
Τσι-νι-νι-νι, είπαν οι σκνίπες και τα κουνούπια και αυτό όπως όλοι ξέρουμε σημαίνει “ναι” στη γλώσσα τους.
Και όταν τον βρείτε, συνέχισε η κοπέλα, τσιμπήστε και δαγκώστε τον παντού, να μην αφήσετε σπιθαμή στο σώμα του που να μην τσιμπήσετε, ακόμη και τις μασχάλες του. Πιείτε του όλο το αίμα, από τα βλέφαρα και τον λαιμό του και γεμίστε τα αυτιά του με βουητά.
Οι μύγες πάλι είπαν “τσου-νου-νου-νου”, τα κουνούπια και οι σκνίπες “τσι-νι-νι-νι” και με ένα νου-ου-ου όλα πέταξαν μακριά σχηματίζοντας ένα σύννεφο σκόνης.
“Αίμα!”, φώναξε ο νεαρός. Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του και είπε: “Α, θα θύμωσαν οι θεοί!”. Άφησε να του πέσει η σκαπάνη και άρχισε να τρίβει με άμμο τα καλάμια του και να χαστουκίζει τα πλευρά του: “Άτου!” φώναξε, “μα τι συμβαίνει; Τι στο όνομα της Φεγγαρομητέρας έχει κάνει αυτά τα μικροσκοπικά τέρατα να σκέφτονται και να ενεργούν έτσι;”. Τότε, τρελαμένος κι ανήσυχος σαν την αράχνη στα κάρβουνα, άρχισε να κυλιέται στο χώμα. Μάταια όμως, οι μύγες, οι σκνίπες και τα κουνούπια όλο κι έκαναν “χου-ν-ν” και “τσι-νι-νι” στα αυτιά του, μέχρι που ο νεαρός, μην αντέχοντας άλλο, άρπαξε την κουβέρτα και το κολατσιό του και έτρεξε πίσω στο σπίτι των πατέρων του.
“Ουά-χα-χα! Χου-χου!” έσκασε στα γέλια ένας νεαρός από το Τέντα Πουέμπλο στον βορρά όταν άκουσε τι είχε πάθει ο ερωτοχτυπημένος νέος: “Σχουμ!”, χλεύασε, “σιγά τον άντρα, που παράτησε την κυρά του Μάτσακι εξαιτίας κάποιων ψωρομυγών και παλιοκουνουπιών!” και έτσι την επόμενη μέρα πήγε κι αυτός στους γηραιούς της φυλής του: “Τι ανόητο που ήταν αυτό το αγόρι. Θα επισκεφτώ κι εγώ την κυρά του Μάτσακι. Θα δείξω στον λαό του Πίναουα για τι είναι ικανός ένας άνδρας Χάμπασαουαν. Κουράγιο σε εμένα!”. Μόλις οι σοφοί του είπαν “Ας είναι”, πήγε όπως είχε πάει και ο προηγούμενος. Μα, ουφ, κι αυτός δεν τα κατάφερε καλύτερα.
Πέρασε λίγος καιρός και ένας νέος που ζούσε στην Πόλη του Ποταμού άκουσε τι είχε συμβεί και γέλασε και αυτός όσο δυνατά είχε γελάσει και ο νέος από το Τέντα Πουέμπλο. Αποκάλεσε τους άλλους δυο άχρηστους και είπε πως: “Τα κορίτσια δεν συνηθίζουν να ζητούν πολλά, αν τα δώρα κάποιου ήταν άφθονα”. Μιας λοιπόν και ήταν ένας νέος που δεν του έλειπε τίποτα, μάζεψε ένα δέμα στο οποίο χώρεσε όσα δώρα μπορούσε να κουβαλήσει. Αλλά ούτε αυτόν τον ευνόησε καθόλου. Κι αυτός, με τη σειρά του έφυγε τρέχοντας να ξεφύγει από τις μύγες, τις σκνίπες και τα κουνούπια.
Οι μέρες περνούσαν και περνούσαν και κανείς δεν είχε ξαναπροσπαθήσει να κερδίσει το χέρι της κυράς του Μάτσακι. Αυτό που κανείς τους δεν ήξερε ήταν πως η κυρά αυτή ήταν ένα Περαστικό Ον. Κι άλλοι συνέχιζαν να αποτυγχάνουν απέναντι στα κουνούπια και τις σκνίπες, όμως προτιμούσαν να ζουν με την ντροπή της αποτυχίας παρά με το μαρτύριο αυτό: “Χίλιες φορές αυτό”, έλεγαν ο ένας στον άλλο, ο φόβος τούς γέμιζε όπως έναν πεινασμένο άνθρωπο το φαγητό.
Στην Μυρμηγκοφωλιά που την έλεγαν Χάλοναουαν ζούσε ένας όμορφος νεαρός άνδρας που, παρόλο που ήταν ο γιος του αρχηγού της Χάλοναουαν, ήταν πολύ φτωχός. Έκατσε και στοχάστηκε και σκέφτηκε για πολύ καιρό, ώσπου είπε μια μέρα στην ηλικιωμένη και παμπόνηρη γιαγιά του:
Χο-τά;
Τι θες να μου πεις νάνα μου; του είπε η γριά γυναίκα που, όπως όλες οι γιαγιάδες ήταν πολύ τρυφερή και καλοσυνάτη με τον εγγονό της.
Είδα την κυρά του Μάτσακι και κοντεύω να πεθάνω από επιθυμία μιας και είναι ακραία όμορφη και σοφά αργή. Δεν μου κάνει εντύπωση που ζητά χάρες και άθλους από τους μνηστήρες. Σίγουρα δεν τη νοιάζουν τα δεμάτια με τα δώρα που της φέρνουν μα οι ίδιοι. Η ανδρεία μου λοιπόν δυναμώνει τις σκέψεις μου και η καρδιά μου θέλει να διώξει την ατολμία. Θέλω να πάω να μιλήσω κι εγώ στην όμορφη κυρά.
Γιο α! αγόρι μου καημένο, είπε η γιαγιά. Είναι όντως καταπληκτική, όσο είναι και όμορφη και σοφή. Αλλά τους άνδρες τους βλέπει μόνο σαν αδερφούς και φίλους της και, σου το υπογράφω, αυτή είναι που στέλνει τις σκνίπες, τις μύγες και τα κουνούπια για να τους διώξει μακριά. Δεν είναι παρά μεταμφιεσμένα πλάσματα και πρόσεχε εγγονέ μου, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να σε λούσει η ντροπή της αποτυχίας όπως το νερό λούζει όποιον περπατά στην καταιγίδα! Εγώ δεν θα το έκανα παιδί μου, εγώ δεν θα το έκανα, είπε η γιαγιά κουνώντας το κεφάλι της και δαγκώνοντας τα χείλη της τόσο, που το σαγόνι της άγγιξε την άκρη της μύτης της.
Μα πρέπει να πάω γιαγιά. Να ζω δηλαδή μια ζωή στην αδημονία. Ίσως και να αλλάξει γνώμη σαν με δει.
Όπως και να έχει όμως θα σε δοκιμάσει. Πήγαινε στα βουνά και ξύσε πικροφλοιό δακτυλόριζας. Φτιάξε ένα μικρό μπαλάκι με αυτόν και κρύψε το στη ζώνη σου. Η κυρά θα σε στείλει στα χωράφια κι εσύ θα δουλέψεις σκληρά μέχρι το ξημέρωμα. Τότε, όταν το σώμα σου θα είναι καλυμμένο από ιδρώτα, τρίψου ολόκληρος με τη δακτυλόριζα. Είναι πικρή σαν χαλασμένο αλάτι ανακατεμένο με χαλασμένο νερό και όλα τα “κερατόφτερα”, τα “μακρύραμφα” και τα “κυανόραχα” πάντα πετούν μακριά από το πικρό αλάτι.
Τότε κι εγώ καλή μου γιαγιά, θα κάνω όπως μου είπες και σε ευχαριστώ, είπε ο νεαρός.
Ήταν κι αυτός όσο καλοσυνάτος και πονηρός ήταν και η γιαγιά του. Εκείνη την ημέρα κιόλας πήγε στο βουνό και μάζεψε ένα μπαλάκι δακτυλόριζα. Γύρω στο σούρουπο, άρχισε να ανηφορίζει το μονοπάτι στην όχθη του ποταμού μέχρι το Μάτσακι. Ανέβηκε τη σκάλα και φώναξε προς την πόρτα: “Σε! Είναι κανείς εδώ;”, μα όσοι ήταν μέσα δεν του απάντησαν αμέσως. Ήταν αρκετά θυμωμένοι που η κόρη τους είχε διώξει τόσους άξιους μνηστήρες. Ο νεαρός φώναξε και πάλι και τότε απάντησαν: “Χαΐ και Έγιε, εδώ είμαστε. Μπες μόνος σου μέσα”.
Τότε χωρίς καμιά βοήθεια ο νεαρός κατέβηκε τη σκάλα κι αυτό δεν τον πείραζε καθόλου μιας και ήξερε ότι ήταν φτωχός και το δισάκι του μικρό. Μόλις τον έλουσε το φως της φωτιάς χαιρέτησε όλους τους παρευρισκόμενους χαρούμενα και με σεβασμό και στη συνέχεια, ευχαριστώντας τους, έκατσε στη θέση που του προσφέρθηκε.
Ο γερο-αρχηγός, που ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος με τη συμπεριφορά της κόρης του, δεν της είπε να πάει να φέρει φαγητό στον επισκέπτη, μόνο γύρισε στη γυναίκα του: “Γριά μου”, μα πριν προλάβει να πει άλλη λέξη, η κυρά είχε σηκωθεί και είχε φέρει μπροστά στον νεαρό ζεστό στιφάδο ελαφιού με θρυμματισμένο ψωμί να φάει και ζωμό κρέατος να πιει. Έκατσε απέναντι του: “Φάε και πιες”, είπε στον νεαρό. Εκείνος πήρε το ψωμί και το έσπασε στα δύο, προσφέροντας στην κυρά το μεγαλύτερο κομμάτι. Εκείνη το δέχτηκε κοκκινίζοντας.
Ο αρχηγός σήκωσε τα φρύδια και τα βλέφαρά του, κοίταξε τη γυναίκα του, έφτυσε στο τζάκι και άρχισε να καπνίζει με μανία. Είπε για να υποστηρίξει την κόρη του: “Ναι, πρέπει να φας καλά”. Σύντομα, όπως τόσες άλλες φορές, ο νεαρός είπε: “Ευχαριστώ”, η κοπέλα γρήγορα απάντησε “Φάε κι άλλο”, το οποίο ακολουθήθηκε από το “Δεν έχω ανάγκη από άλλο”.
Αφού μάζεψε τα ψίχουλα και τα σκεύη, η κυρά πήγε κι έκατσε δίπλα στη μητέρα της. Ο πατέρας έφτιαξε ένα τσιγάρο για τον νεαρό και έκατσε και του μίλησε περισσότερο απ’ όσο είχε μιλήσει με όλους τους άλλους νεαρούς που είχαν έρθει στο σπίτι του.
Αφού ξάπλωσαν οι γέροντες και άρχισαν να γδέρνουν τα ρουθούνια τους με τις ανάσες τους, η κυρά γύρισε και είπε στον νεαρό:
Έχω ένα χωράφι με καλαμπόκια στη γη του αρχηγού κοντά στον ποταμό. Αν με αγαπάς πραγματικά, θέλω να το μαζέψεις όλο σε ένα πρωινό. Έτσι θα μου αποδείξεις ότι είσαι πραγματικός άνδρας και πως με αγαπάς αληθινά. Αν τα καταφέρεις, όπως η μια μέρα ακολουθεί την άλλη έτσι κι εμείς θα ζήσουμε μαζί”.
Χαΐ-γι! απάντησε ο νεαρός που, όσο άκουγε την κυρά να μιλά, χαμογελούσε.
Έτσι όπως τον είδε χαμογελαστό και η κοπέλα, στο φως της φωτιάς σκέφτηκε: “Ίσως και να με αγαπά. Αλλά αχ! Πόσο εύχομαι η καρδιά του να είναι αρκετά δυνατή, παρόλο που το δεμάτι του είναι τόσο φτωχικό”. Και δυνατά αυτή τη φορά είπε στον νεαρό: “Έλα νεαρέ μου, θα σε πάω εκεί όπου θα περιμένεις να έρθει το πρωί. Νωρίς να πάρεις και τη σκαπάνη του πατέρα μου που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα και να πας στο χωράφι πριν να φύγουν οι σκιές της νύχτας από τις πλαγιές του Κεραυνοβουνού”. Με αυτό, του ευχήθηκε να έχει έναν καλό ύπνο και πήγε να ξαπλώσει κι εκείνη στη θέση της.
Όταν όλα γύρω του ησύχασαν, ο νεαρός βγήκε από την τρύπα της οροφής και κάτω από το φως των αστεριών ζήτησε από τους θεούς των δασών και των νερών να δώσουν δύναμη στα χέρια του, ισχύ στο μαγικό του και να τον ευλογήσουν με την εύνοια τους. Πέταξε στον βραδινό αέρα σπόρους της γης και του νερού του κόσμου, σπόρους που οι σοφοί έχουν σπείρει και έχουν ακολουθήσει καλά μονοπάτια στη ζωή τους. Έπειτα κοιμήθηκε ώσπου ο ουρανός της ημέρας άρχισε να γίνεται κίτρινος και οι σκιές της νύχτας γκρίζες. Φορτώθηκε τη σκαπάνη και τράβηξε για το χωράφι. Από εκεί που το είχαν αφήσει όλοι οι προηγούμενοι, από εκεί έπιασε δουλειά ο νεαρός με όλη του τη δύναμη και όρεξη. Το έδαφος άρχισε σιγά σιγά να μαλακώνει και το χώμα να υποχωρεί εύκολα λες κι έσκαβαν οι πιο δεινοί τυφλοπόντικες και όλα τα άλλα ζώα που μπορούν να σκάβουν.
Ο ήλιος είχε σηκωθεί για τα καλά και η κυρά κοίταξε έξω και είδε πως ο νεαρός είχε ήδη τελειώσει το μισό χωράφι. Παρόλα αυτά περίμενε. Καθώς ο ήλιος ζέσταινε ακόμη περισσότερο τη μέρα, ο νεαρός συνέχιζε να δουλεύει και οι δροσοσταλίδες από μέσα του άρχισαν να στέκονται σε όλο του το σώμα. Άρχισε να βγάζει ένα ένα όλα του τα ρούχα, την κουβέρτα του, τη ζώνη του, ακόμη και το παντελόνι και τα μοκασίνια του. Σταμάτησε τότε και κοίταξε τριγύρω. Τα χρυσόκορφα φυτά στέκονταν τώρα μόνο στη μια μεριά του χωραφιού. Πήγε και κρύφτηκε ανάμεσά τους και αλείφθηκε από πάνω μέχρι κάτω. Στα μαλλιά της κεφαλής του, στις άκρες των αυτιών του, παντού άλειψε τη δακτυλόριζα. Άρχισε πάλι τη δουλειά και αναρωτήθηκε γιατί οι μύγες, οι σκνίπες και τα κουνούπια δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη, όπως είχαν κάνει με τόσους άλλους. Μα η κοπέλα ακόμη δίσταζε. Στο τέλος όμως, πήγε σιγά σιγά και στο δωμάτιο όπου ήταν το βάζο.
“Μα είναι παράλογο”, σκέφτηκε, “που ελπίζω και που το σκέφτομαι καν. Θα ήταν όντως καλό να με αγαπούσε ειλικρινά ένας τέτοιος νέος και να μπορούσε να ορθώσει το ανάστημα του μπροστά σε μια τέτοια πρόκληση”. Παρ’ όλα αυτά έβγαλε το πώμα από το βάζο και είπε στα παράξενα μικρά της να μην του δείξουν κανένα έλεος, να τον τυραννίσουν όσο είχαν τυραννίσει και τους άλλους.
Αδημονώντας να τραφούν με το “νερό της ζωής”, όπως έλεγαν οι παππούδες μας το αίμα, όλα τους πέταξαν γοργά βουήζοντας πάνω από τα χωράφια και ήταν τόσα πολλά αυτή τη φορά που έμοιαζαν με αμμοθύελλα στον άνεμο παρά με σμήνος. “Τσι-νι-νι” και “τσο-νο-ο” έκαναν και βούηξαν στα αυτιά του νεαρού μόλις τον πλησίασαν τόσο δυνατά, που ο νεαρός που συνέχιζε να εργάζεται σκληρά νόμισε ότι είχαν ήδη αρχίσει να τον τσιμπούν. Αλλά ήταν η ιδέα του γιατί μόλις η πρώτη μύγα τον τσίμπησε, πετάχτηκε στον αέρα από αηδία και φώναξε στους υπόλοιπους “Σο-ο-ο-μ-μ!” και “Ουσ-α!” που σήμαινε ότι μόλις είχε φάει κάτι αηδιαστικό, κάτι με γεύση από τις πιο σιχαμένες μυρωδιές. Έτσι καμία άλλη μύγα δεν τον τσίμπησε και συνέχισαν το τραγούδι τους δίπλα στα αυτιά του. Γι΄ αυτό και μέχρι σήμερα οι μύγες προσέχουν ποιον τσιμπούν, πετούν για λίγο στον αέρα πριν το κάνουν.
Είπε τότε να δοκιμάσει και μια σκνίπα μα αμέσως φώναξε “Ουέ!” που σημαίνει ότι το στομάχι της ανακατεύτηκε και τόσο άρχισε να πονά το κεφάλι της που στροβιλίστηκε και στροβιλίστηκε στον αέρα. Για αυτό οι σκνίπες δαγκώνουν τόσο γρήγορα, γιατί φοβούνται μην ανακατευτούν και στροβιλίζονται πάντα πριν το κάνουν.
Τέλος, και ένα μακρύραμφο δοκίμασε να τσιμπήσει και όπως συνηθίζουν τα μακρύραμφα, στέκονται περισσότερο από τα άλλα τα τερατάκια. Κι αυτό στάθηκε και στάθηκε μέχρι που τα πίσω του πόδια παραμορφώθηκαν και αναγκάστηκε να πετάξει μακριά φωνάζοντας “Γιά κοτσί!” που πάει να πει ότι κάτι πικρό του έκαψε την προβοσκίδα του. Μέχρι και σήμερα από τότε τα κουνούπια λυγίζουν τα πίσω τους πόδια όταν τσιμπούν και τα ανασηκώνουν καθώς ρουφούν αίμα σαν να στέκονται πάνω σε κάτι καυτό. Πετούν και τραγουδούν γύρω μας για αρκετή ώρα πριν μας καρφώσουν και αμέσως πετούν μακριά μόλις τελειώσουν.
Σαν οι υπόλοιπες σκνίπες και τα κουνούπια άκουσαν τις φωνές των δικών τους έκαναν ότι έκαναν και οι μύγες - κανείς τους, ούτε ένα δεν πήγε να τσιμπήσει τον νεαρό. Όλα τους πέταξαν μακριά και πήγαν και άραξαν πάνω στα χρυσόκορφα καλαμπόκια, όπου και μετά από μια εκτενή συζήτηση αποφάσισαν να πάνε να βρουν τίποτα σκίουρους του κάμπου να δαγκώσουν. Σχεδόν πάντα θα βρίσκουμε μύγες, σκνίπες και κουνούπια γύρω από τις τρύπες των σκίουρων του κάμπου, ειδικά το καλοκαίρι όταν μεγαλώνει το καλαμπόκι.
Τώρα ο νεαρός μπορούσε πάλι να συγκεντρωθεί στη σκληρή του δουλειά ήρεμος και φαινόταν πως μέχρι το μεσημέρι θα είχε τελειώσει. Η κυρά ξανακοίταξε προς το μέρος του και τον είδε να συνεχίζει να εργάζεται σκληρά και σκέφτηκε: “Αχ! Πρέπει να μ’ αγαπά στ’ αλήθεια αφού δουλεύει ακόμη! Ίσως, ίσως… Λίγο ακόμη και θα τον αφήσουν ήσυχο”. Γρήγορα, πήγε και έβαλε ελάφι στο σκεύος και ετοίμασε φρέσκες χέουε και γλυκόψωμο γιατί: “Ίσως…” συνέχισε να σκέφτεται, “και τότε θα το έχω έτοιμο γι΄ αυτόν”.
Αλίμονο όμως, αλίμονο! Αυτό που δεν ξέρατε είναι πως η καλή και όμορφη αυτή κυρά είχε μια αδερφή, αλίμονο! Μια αδερφή όσο όμορφη ήταν και η ίδια, αλλά κακιά και διπρόσωπη. Και ξέρετε πώς είναι οι διπρόσωποι όταν είναι μάγοι και μάγισσες, με διπλές γλώσσες και διπλές σκέψεις. Τέτοια ήταν και η αδερφή της κυράς του Μάτσακι, αλίμονο!
Όταν ο ήλιος είχε σχεδόν σκαρφαλώσει στη μέση του ουρανού, η κυρά, ακόμη με αμφιβολία στην καρδιά, κοίταξε μια τελευταία φορά προς τον νεαρό και είδε πως ακόμη εργαζόταν, είχε σχεδόν τελειώσει όλες τις συστάδες καλαμποκιού: “Στ’ αλήθεια με αγαπά”, σκέφτηκε και βιάστηκε να στολιστεί με τα βραχιόλια και τα περιδέραια της από κοχύλια, με τα σκουλαρίκια της από πέτρες τουρκουάζ και τα βαμβακερά πανωφόρια της διακοσμημένα με πεταλούδες του καλοκαιριού και λουλούδια του φθινοπώρου. Έπειτα πήρε μια καινούρια γαβάθα από το ράφι καθώς κι έναν καινούριο δίσκο που είχε φτιάξει η ίδια και γέμισε το ένα με ζωμό κρέατος και το άλλο με χεουέ και γλυκόψωμο. Ισορρόπησε τη γαβάθα στο κεφάλι της και, παίρνοντας τον δίσκο στο χέρι της, ξεκίνησε να πάει στο χωράφι να συναντήσει τον καλό της.
Οι μάγισσες πάντα ζηλεύουν την ευτυχία και καλοτυχία των άλλων. Έτσι ζήλεψε και η αδερφή της κυράς σαν είδε το χαμόγελο στα χείλη της καθώς κατέβαινε προς το ποτάμι: “Χο-χά!”, είπε η διπρόσωπη αδερφή, “Τέμιθλοκουα θλοκά! Γουανανί!”, λέξεις περιφρόνησης και μίσους, λέξεις που χρησιμοποιούσαν παλιοί δαίμονες και μάγοι και που κανείς σήμερα δεν γνωρίζει τη σημασία τους - εκτός από την τελευταία λέξη. Αυτή σημαίνει “Για μια στιγμή” και η διπρόσωπη έτρεξε να ντυθεί, όπως της πρόσταζε η κακιά της φύση, ακριβώς όπως είχε ντυθεί η αδερφή της. Έβαλε και μια γαβάθα στο κεφάλι και πήρε κι έναν δίσκο στο χέρι και ήταν τόσο όμορφη κι αυτή που κανείς δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει, κανείς. Τέλος, πέρασε από τη θηλιά ενός μαγικού γιούκα αλλάζοντας και το πρόσωπό της και κανείς δεν θα μπορούσε να δει το πραγματικό εκτός κι αν το επιθυμούσε η ίδια.
Τώρα πια ο ήλιος είχε στηθεί για τα καλά στη μέση του ουρανού και ο νεαρός, έχοντας πια μαζέψει όλο το καλαμπόκι, πήγε στον ποταμό να πλυθεί. Πριν να τελειώσει, είδε την κοπέλα να πλησιάζει από το μονοπάτι με τη γαβάθα στο κεφάλι και τον δίσκο στο χέρι. Βιάστηκε τότε να τελειώσει το πλύσιμο και να πάει να ντυθεί για να την περιμένει. Καθώς πλησίαζε το κορίτσι, της είπε: “Να ‘σαι, έρχεσαι και τι ευτυχία είναι αυτή!” αλλά να! μπροστά του εμφανίστηκαν δυο ολόιδιες κυράδες. Τους είπε τότε στα γρήγορα:
Ελάτε και οι δυο εδώ.
Ε! είπαν οι κυράδες σχεδόν με μια φωνή και σαν του παρουσίασαν και οι δυο το φαγητό που είχαν φέρει, ο άμοιρος ο νεαρός κοίταζε πότε τη μια και πότε την άλλη αλαφιασμένος.
Αλίμονο! Ποιο πρέπει να πάρω;
Αχ κουτοπόνηρη αδερφή, γιατί ήρθες; είπε η κυρά που μόνο τότε πρόσεξε την αδερφή της στο πλάι της και αμέσως κατάλαβε τις κακές της προθέσεις.
Αχ κουτοπόνηρη αδερφή, ΕΣΥ γιατί ήρθες; είπε η άλλη.
Γύρνα πίσω, μου είναι λογοδοσμένος, είπε η κυρά και άρχισε να κλαίει.
Γύρνα πίσω, μου είναι λογοδοσμένος, είπε και η διπρόσωπη, προσποιούμενη πως έκλαιγε.
Συνέχισαν να μαλώνουν έτσι πέρα-δώθε τέσσερις φορές μέχρι που μεταξύ τους ξέσπασε κανονικός καυγάς. Και ήταν κανονικός καυγάς μεταξύ γυναικών, άρχισε να τραβά η μια τα μαλλιά της άλλης, να γρατζουνούν η μια την άλλη και να παλεύουν μέχρι που κατρακύλησαν και οι δυο στην άμμο.
Ο σαστισμένος νεαρός έκανε μια κίνηση να τις χωρίσει, αλλά δεν ήξερε ποια είναι ποια. Θεωρώντας πως η διπρόσωπη θα ξέρει να παλεύει καλύτερα από την αγαπημένη του, σήκωσε τη σκαπάνη και άρχισε να κοπανά αυτή που είχε βγει από πάνω ξανά και ξανά στο κεφάλι μέχρι που χαλάρωσε τη λαβή της και βογκώντας είπε: “Αλίμονο! Έτσι πρέπει να γίνει, έτσι πρέπει να γίνει”. Σε μια στιγμή τα ξέχασε όλα και τα μάτια της έπαψαν να βλέπουν.
Καθώς ο νεαρός στεκόταν και κοιτούσε τη σκηνή ξάφνου μπροστά του βρισκόταν μόνο η ετοιμοθάνατη κυρά. Πάνω από το κεφάλι του τότε εμφανίστηκε ένα κακάσχημο κοράκι που άρχισε να γελά “Κα-κάου, κα-κάου, κα-κάου!” και πέταξε μέχρι τη σπηλιά του στην πλαγιά του Κεραυνοβουνού.
Τότε κατάλαβε ο νεαρός τι είχε κάνει. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό και άρχισε να κοπανά το στήθος του. Έτρεξε στο ποτάμι να φέρει νερό και έπλυνε τις πληγές της κυράς. Αλίμονο όμως. Χαμογέλασε, κάτι ψιθύρισε κι έπειτα έμεινε ακίνητη και ψυχρή.
Μονάχος, με τον ήλιο να συνεχίζει το ταξίδι του στον απογευματινό πια ουρανό, έκλαιγε τώρα ο νεαρός πάνω από το άψυχο σώμα της καλής του. Δεν είχε τίποτα άλλο παρά τις μαύρες του σκέψεις μαζί του. Την πήρε στην αγκαλιά του, έβαλε το πρόσωπο της δίπλα στο δικό του και ξανά και ξανά, σπαρακτικά της έλεγε: “Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα, σε αγαπώ, σε αγαπώ! Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου, αγαπημένη μου γυναίκα!”.
Σαν γύρισαν και οι υπόλοιποι άνθρωποι από τα χωράφια τους το σούρουπο, άρχισαν να ψάχνουν για την κυρά του Μάτσακι. Τότε είδαν και τον νεαρό, σκυφτό και μόνο του στη γη του αρχηγού-θεραπευτή, δίπλα στο ποτάμι. Πήγαν και το είπαν στον αρχηγό κι αυτός τους αποκρίθηκε: “Κακό βρήκε το όμορφο παιδί μου. Αλλά οι Θεοί μας το έχουν πει, κι έτσι είναι τα πράγματα”. Και χαμογέλασε, γιατί η καρδιά ενός αρχηγού-θεραπευτή ποτέ δεν κλαίει. Τους είπε να πάνε να τη φέρουν στο κέντρο του Μάτσακι και να τη θάψουν μπροστά από το Σπίτι του Ήλιου. Ήξερε πολύ καλά τι της είχε συμβεί.
Έτσι οι άνθρωποι έκαναν όπως τους είχε πει ο αρχηγός τους. Κατέβηκαν στο ποτάμι το δειλινό και πήραν την κυρά τους, την τύλιξαν με τα καλύτερα σάβανα και την έθαψαν μπροστά στο σπίτι του Ήλιου.
Μα ο νεαρός δεν ήξερε τίποτα άλλο παρά τον πόνο του. Ακολούθησε τους ανθρώπους και όταν έφτιαξαν τον τάφο της, εκείνος ξάπλωσε πάνω στο χώμα που τη σκέπαζε και δεν έφευγε. Ακόμη κι αφού σκοτείνιασε τελείως, είχε μείνει εκεί και της φώναζε: “Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα, σε αγαπώ, σε αγαπώ. Ακόμη κι αν δεν πρόλαβα να σε γνωρίσω, σε σκότωσα. Αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα!”.
Σονέτσι! Έχει κι άλλο η ιστορία μου. Ότι απομένει θα σας το πω μια άλλη βραδιά.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1