Οι Άθλοι Των Ερωτευμένων - Μέρος 2ο
Η ιστορία των τραγικών εραστών τελειώνει αυτή τη δεύτερη βραδιά ιστορίας γύρω από τη φωτιά των Ζούνι. Σαν τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, αυτός ο εξίσου παλιός λαός μας δείχνει πως ο έρωτας και η ανυπακοή εξαιτίας του πάθους είναι κάτι κοινό όλων μας.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Δεν περιέχει ευαίσθητο υλικό
-----------------------
Επισκεφθείτε μας: www.karakaxa.org
Τίτλοι αρχής: กระต่ายเต้น ระนาดเอก από τον χρήστη chat080222 μέσω pixabay.com
-----------------------
ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ
Αφηγείται τη δεύτερη νύχτα
Σονάχτσι! Σόνς σονέτσι! Έχει κι άλλο η ιστορία μου. Αλλά τώρα δεν θα σας πω μόνο για την κυρά του Μάτσακι, που τη σκότωσε ο αγαπημένος της μιας και δεν την είχε ξεχωρίσει από την αδερφή της. Θα σας πω και για το Κόκκινο Φτερό, για τη Νύφη του Μάτσακι, αυτή την ιστορία θα σας πω απόψε.
Ακόμη κι αφού έδυσε ο ήλιος και τα σπίτια βυθίστηκαν στο μαύρο των σκιών, ακόμη ο νεαρός καθόταν δίπλα στον τάφο με το πρόσωπό του κρυμένο στις παλάμες του. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να προσπαθούν να του πάρουν τις μαύρες του σκέψεις. Τον άφησαν να κλαίει και να οδύρεται σαν χαμένος, σαν τρελός: “Αλίμονο! Αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα, σε αγαπούσα, σε αγαπώ. Δεν σε αναγνώρισα, σε σκότωσα! Αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα!”.
Μόλις όμως το φεγγάρι έδυσε πίσω από τους δυτικούς λόφους και μια φωτεινή δέσμη σαν χιονοστιβάδα κύλησε στον ουρανό σημαίνοντας το πέρασμα της μισής νύχτας, ο νεαρός είδε κάτι σαν φως στο χώμα που σκέπαζε τον τάφο. Έμοιαζε με θράκα που σιγοέσβηνε κάτω από τις στάχτες. Σιγά σιγά οι σκοτεινές σκέψεις του άρχισαν να φωτίζονται καθώς το φως από τον τάφο γινόταν όλο και πιο λαμπερό ώσπου έγινε εκτυφλωτικό σαν τον ήλιο που εξαφανίζει κάθε σκιά γύρω του. Και να! Η νύφη στον τάφο είχε τώρα φανεί. Πέταξε από πάνω της τα σάβανα και ανασηκώθηκε. Γύρισε και κοίταξε τον συντετριμένο μνηστήρα της τόσο ψυχρά και λυπημένα που ευθύς οι σκέψεις του ξανασκοτείνιασαν και του είπε με πόνο στη φωνή: “Αλίμονο! Ο καλός μου, ο άνδρας μου δεν μπόρεσε να με ξεχωρίσει. Δεν με αγαπούσε και με σκότωσε. Ήλπιζα πως θα με αγαπούσε, αλλά δεν με αγαπούσε, με σκότωσε!”.
Για άλλη μια φορά ο νεαρός βύθισε το πρόσωπο του στις παλάμες του και κούνησε το κεφάλι του με απελπισία γι΄ αυτό που είχε κάνει. Και όπως κάνουν αυτοί που το μυαλό τους τους προδίδει, άρχισε πάλι τον δυνατό του θρήνο: “Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου νύφη! Σε αγαπώ, σε αγαπούσα, μα δεν σε αναγνώρισα και σε σκότωσα! Αλίμονο! Αγαπημένη μου νύφη, αγαπημένη μου γυναίκα!”.
Στον τόπο του ουρανού τώρα στεκόταν το Μεγάλο Άστρο και η νεκρή κυρά είπε απαλά και συνάμα λυπητερά και παράξενα στον νεαρό: “Νέε άνδρα πάψε να θρηνείς και γύρνα στο σπίτι των πατέρων σου. Δεν βλέπεις πως είμαι πλάσμα διαφορετικό; Μόλις ο ουρανός της ημέρας γίνει κίτρινος και τα σπίτια βγουν από τις σκιές τότε και το φως που με βλέπεις τώρα θα το καταπιεί το φως της ημέρας όπως και τα λόγια του χτες καίγονται στο φως των ημερών που περνούν”. Έπειτα η φωνή της έγινε ακόμη πιο πονεμένη: “Δεν είμαι παρά πνεύμα τώρα μιας και - αλίμονο! - ο μνηστήρας μου, ο άνδρας μου δεν με ξεχώρισε από την άλλη. Δεν με αγαπούσε και με σκότωσε. Ήλπιζα πως θα με αγαπούσε, αλλά δεν με αγαπούσε, με σκότωσε!”.
Ο νεαρός όμως δεν έφυγε μέχρι που το γκρίζο πρωινό κατάπιε το φως που είχε δει μπροστά του και δεν είχε μείνει πια άλλο παρά το κρύο χώμα του τάφου όπως πριν. Τότε σηκώθηκε και έφυγε με μαυρίλα στην ψυχή. Δεν μιλούσε πια σε κανέναν και όλη μέρα περιπλανιόταν εδώ κι εκεί κοιτώντας μόνο τα πόδια του, σαν κάποιος που το μυαλό του τον έχει αφήσει. Όταν η νύχτα έριξε πάλι στις μαύρες της σκιές στα σπίτια, ο νεαρός γύρισε στον τάφο, γονάτισε δίπλα του, έσκυψε το κεφάλι και άρχισε ξανά το μοιρολόι: “Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα σε αγαπούσα, αλλά δεν σε αναγνώρισα και σε σκότωσα! Αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα!”.
Στη μέση της νύχτας το φως του τάφου έλαμψε ακόμη περισσότερο αυτή τη φορά. Το πνεύμα της κυράς σηκώθηκε κι έκατσε στο πλάι του τάφου της, μα μόνο κατέκρινε τον νεαρό και του ζήτησε να φύγει: “Γιατί μην ξεχνάς”, του είπε, “είμαι πια μόνο πνεύμα αφού - αλίμονο! - ο μνηστήρας μου, ο άνδρας μου δεν με ξεχώρισε από την άλλη. Δεν με αγαπούσε και με σκότωσε. Ήλπιζα πως θα με αγαπούσε, αλλά δεν με αγαπούσε, με σκότωσε!”.
Και ο νεαρός έφυγε μόνο σαν ξημέρωσε και με το δειλινό επέστρεψε.
Όταν το φως του τάφου έλαμψε εκείνο το βράδυ ήταν πιο λαμπερό από ποτέ και η κυρά ομορφότερη από κάθε άλλη φορά. Βγήκε από τον τάφο κι έκατσε δίπλα στον απελπισμένο της μνηστήρα. Για άλλη μια φορά τον παρότρυνε να γυρίσει στους πατέρες του. Μα όταν είδε ότι εκείνος δεν θα το έκανε του είπε: “Καλύτερα για εσένα να φύγεις γιατί έχω κι εγώ μπροστά μου μακρύ ταξίδι να κάνω. Όσο ελαφρύς είναι ο αέρας, τόσο ελαφριά θα είναι και τα βήματά μου. Όσο κρατάει το φως της ημέρας, δεν θα μπορείς να με δεις. Δεν ξέρεις πως τα πνεύματα φαίνονται μόνο στο σκοτάδι; Κι αυτό επειδή - αλίμονο! - ο μνηστήρας μου, ο άνδρας μου δεν με ξεχώρισε από την άλλη. Δεν με αγαπούσε και με σκότωσε. Ήλπιζα πως θα με αγαπούσε, αλλά δεν με αγαπούσε, με σκότωσε!”.
Ο νεαρός τότε σταμάτησε τον θρήνο του, κοίταξε κατάματα την κυρά και με λυπημένη φωνή της είπε:
Σε αγαπώ γυναίκα μου, σε αγαπώ! Αγαπημένη μου, όπου κι αν πας άσε με να έρθω κι εγώ μαζί σου. Δεν με νοιάζει πόσο μακρύ ούτε πόσο δύσκολο θα είναι το ταξίδι. Μου αρκεί να μπορώ να σε βλέπω, ακόμη κι αν είναι μόνο το βράδυ, τότε μόνο θα είμαι χαρούμενος και θα σταματήσω να κλαίω για εσένα. Επειδή σε αγαπούσα τόσο πολύ ήθελα να σε σώσω. Αλίμονο αγαπημένη μου γυναίκα! Δε σε αναγνώρισα και σε σκότωσα!
Αλίμονο αγαπημένε μου και αχ! πόσο σε αγαπούσα κι εγώ. Μα είμαι πνεύμα τώρα κι εσύ δεν έχεις τελειώσει ακόμη. Αν με αγαπάς, όταν θα φύγω από μπροστά σου να πας να μαζέψεις και να στολίσεις αρκετά κοντάρια προσευχής. Έπειτα βρες ένα ελαφρύ, χνουδωτό φτερό και βάψε το με ώχρα. Τύλιξε σε μια κουβέρτα τρόφιμα που θα σου φτάσουν για τέσσερις μέρες και φέρε μαζί σου και μπόλικες προσφορές προσευχής. Έλα κοντά μου τα μεσάνυχτα και κάτσε δίπλα στον τάφο. Σαν το φως της ανατολής έρθει δέσε στο κούτελό μου το κόκκινο φτερό. Έτσι, όταν θα χαθώ από μπροστά σου το πρωί, ακολούθα το φτερό μέχρι το δειλινό που θα ξαναφανώ και κάτσε δίπλα μου”.
Την αυγή ο νεαρός πήγε και μάζεψε φτερά κάθε λογής από διάφορα πουλιά, έκοψε αρκετά ξύλα και τα έκανε κοντάρια και στη συνέχεια τα στόλισε μετά φτερά και βαμβάκι σαν δώρο στους Πατέρες. Βρήκε και ένα ελαφρύ και χνουδωτό φτερό αετού, το έβαψε με ώχρα και το έδεσε γερά σε μια βαμβακερή κορδέλα. Όταν ήρθε το βράδυ, μάζεψε μπαγιάτικο πληγούρι, καλαμποκάλευρο και καμένα γλυκόψωμα και κατέβηκε μέχρι τον τάφο.
Ήρθαν και τα μεσάνυχτα, ο τάφος φωτίστηκε και να! Εμφανίστηκε και η κυρά η οποία έκατσε δίπλα στον μνηστήρα της. Δεν ήταν πια θλιμμένη μα είχε μια αύρα ευτυχίας γύρω της, σαν κάποιον που γυρίζει σπίτι του μετά από πολύ καιρό απουσίας. Και ο νεαρός όμως, ούτε αυτός ήταν ιδιαίτερα στενοχωρημένος με τις εμμονές του. Έκατσαν λοιπόν πλάι πλάι οι δυο τους και άρχισαν να μιλούν για το ταξίδι τους μέχρι που η γη άρχισε να κιτρινίζει από το φως την μέρας, οι σκιές να γίνονται γκρι και τα σπίτια και οι λόφοι να βγαίνουν από το σκοτάδι.
“Για άλλη μια φορά θα σου πω να γυρίσεις πίσω”, είπε το πνεύμα της κυράς στον νεαρό, “αλλά ξέρω γιατί έρχεσαι μαζί μου και είναι εντάξει. Πρόσεξε όμως να μη με χάσεις το πρωί αφού δεν θα μπορείς να με δεις, μόνο ακολούθα το φτερό που θα μου δέσεις στο μέτωπο”.
Ο νεαρός πήρε την κορδέλα με το κόκκινο φτερό και την έδεσε στο μέτωπο της κυράς. Έτσι και το φως του ήλιου κόκκινο και λαμπερό ξεπρόβαλλε πίσω από το βουνό και ο νεαρός δεν έβλεπε πια το πνεύμα. Μα στο ύψος του χεριού κάποιου που στέκεται, ορθωνόταν ένα φτερό που κινούταν απαλά καθώς το φυσούσε ο αέρας. Το φτερό και όχι η νύφη τότε, σηκώθηκε σαν τα φτερωτά στολίδια στο κεφάλι ενός χορευτή και πέρασε μέσα από δρόμους και μονοπάτια κατευθυνόμενο δυτικά, και πέρασε και τα λιβάδια δίπλα στο ποτάμι. Μέσα από δρόμους και μονοπάτια, κάτω στα λιβάδια μέχρι το ποτάμι ακολούθησε το φτερό ο νεαρός, μέχρι τον τόπο της νύχτας. Άρχισε να κουράζεται αρκετά όμως μιας και το φτερό ξεγλυστρούσε με μεγάλη ευκολία όπου και να βρισκόταν και μάλιστα κάποια στιγμή τον είχε αφήσει πολύ πίσω και αυτός δεν μπορούσε να το φτάσει. Καθώς έτρεχε να προλάβει φώναξε με αγωνία: “Αγαπημένη μου νύφη! Αγαπημένη μου, που είσαι;” και το φτερό κι όχι η νύφη τότε σταμάτησε και περίμενε. Έτσι συνέχισαν το ταξίδι τους φτερό και άνδρας μέχρι που, το δειλινό, έφτασαν στα δάση των μοσχοβολιστών πινόν και κέδρων. Καθώς η νύχτα άρχισε να κρύβει τους λόφους στις σκιές της το κόκκινο φτερό χάθηκε κι αυτό, μα ο νεαρός δεν σταμάτησε, ήξερε ότι θα κατευθυνόταν δυτικά γι΄ αυτό και συνέχισε. Κάποιες φορές όμως αισθανόταν τέτοια κούραση που δεν έλεγχε τις σκέψεις του. Έπεφτε πάνω σε δέντρα στην άκρη του μονοπατιού και σκόνταφτε πάνω σε ρίζες και κλαδιά. Ξανά και ξανά ακουγόταν να φωνάζει: “Αγαπημένη μου νύφη! Αγαπημένη μου, πού είσαι;”.
Επιτέλους όμως, όταν η νύχτα έφτασε στη μέση της, με χαρά είδε μακριά στην κορυφή του λόφου ένα φως τόσο κόκκινο και λαμπερό, σαν τα ανάμενα κάρβουνα μεγάλης φωτιάς που πυρακτώνουν όταν τα φυσά ο αγέρας της νύχτας. Και σαν αστέρι που είτε ανατέλλει είτε δύει, το κόκκινο φως άστραφτε στον λόφο. Ο νεαρός έτρεξε γρήγορα και καθώς πλησίασε το φως να! είδε να κάθεται το πνεύμα της κυράς του. Την πλησίασε και της είπε: “Ήρθες τελικά;” και “Πώς ήρθες μέχρι εδώ απόψε;”. Εκείνη χαμογέλασε και του έκανε νόημα να κάτσει δίπλα της. Ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμόταν καθώς της μιλούσε. Μα θυμηθείτε, εκείνη ήταν πνεύμα και δεν κοιμόταν ποτέ.
Σαν ο αυγερινός φάνηκε στον ουρανό της μέρας, η κυρά σηκώθηκε να συνεχίσει το ταξίδι της και ο νεαρός ξύπνησε να την ακολουθήσει. Καθώς οι λόφοι έβγαιναν από τις σκιές, η κυρά μπροστά στα μάτια του νεαρού άρχισε να γίνεται όλο και πιο αχνή και διάφανη μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς από μπροστά του και το μόνο που έμεινε ήταν το κόκκινο φτερό στο μέτωπό της, σαν το φτερό στο μέτωπο ενός χορευτή. Προπορευόταν του νεαρού ανάλαφρα και ταχύτατα μέχρι που έφτασε σε μια πεδιάδα από ψυχρή λάβα, όλο κοφτερά κι απότομα βράχια. Κι εκεί το πνεύμα της κυράς συνέχισε να ταξιδεύει με ευκολία, σαν τα φύλλα στον φθινοπωρινό άνεμο. Ο άμοιρος ο νεαρός έμεινε πολύ πίσω αφού έπρεπε να σκαρφαλώνει και να κατηφορίζει και αναγκάστηκε να ξαναφωνάξει: “Αχ, όμορφη νύφη μου, περίμενε με! σε αγαπώ και δεν θέλω να σε αφήσω!”. Το κόκκινο φτερό σταμάτησε μετά τα βράχια και περίμενε ωσότου να το πλησιάσει ο νεαρός που τώρα τα πόδια του ήταν πληγιασμένα και λερωμένα με αίμα και η ανάσα του βαριά. Για καλή του τύχη το μονοπάτι τώρα ήταν επίπεδο και διέσχιζε επίπεδα και φαρδιά λιβάδια. Ακόμη κι έτσι όμως, ίσα που έβλεπε στο βάθος ο νεαρός το κόκκινο φτερό. Τη νύχτα ευτυχώς, η κυρά τον περίμενε σε ένα καταφύγιο όπου και οι δυο τους ξάπλωσαν πλάι πλάι κάτω από τους κέδρους μέχρι το ξημέρωμα. Το πρωί πάλι χάθηκε στο φως και οδηγός ήταν ξανά το κόκκινο φτερό.
Για αρκετή ώρα αυτή τη φορά το μονοπάτι ήταν ευχάριστο, μα προς το σούρουπο έφτασαν μπροστά σε μια έκταση με πυκνούς κάκτους, κάτι που το φτερό διέσχισε χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Σύντομα όμως, τα μοκασίνια του νεαρού σκίστηκαν κι αχρηστεύτηκαν, με αποτέλεσμα τα πόδια του να γεμίσουν γρατζουνιές και βαθιές πληγές από τις βελόνες των κάκτων. Συνέχισε όμως να ακολουθεί το φτερό, ακόμη κι όταν του φαινόταν πια ότι οι κάκτοι τρυπούσαν ολόκληρο το σώμα του και φώναξε: “Αχ όμορφη γυναίκα μου, περίμενέ με! Περίμενέ σε παρακαλώ, σε αγαπώ και δεν θέλω να σε αφήσω!”. Το κόκκινο φτερό σταμάτησε στην άκρη των κάκτων και τον περίμενε να πλησιάσει. Μα σαν ο νεαρός πέρασε τους κάκτους, στάθηκε να βγάλει τις βελόνες μία μία από πάνω του. Το φτερό έφυγε πάλι μπροστά και ο νεαρός ξυπόλυτος πια, το ακολούθησε μέχρι που το βράδυ το έφτασε και η κυρά τον προσκάλεσε να ξεκουραστεί στο πλευρό της.
Ειδικά εκείνο το βράδυ φάνηκε να τον λυπάται πολύ και του είπε: “Γιό ά! Αγαπημένε άνδρα μου, γύρνα πίσω! Ο δρόμος είναι μακρύς και κακοτράχηλος και η καρδιά σου αδύναμη, θνητή. Εγώ πάω για το Συμβούλιο των Νεκρών, πώς μπορεί κάποιος ζωντανός να μπει εκεί;”. Μα ο νεαρός σαν το άκουσε αυτό άρχισε να κλαίει και να την παρακαλά να τον αφήσει να πάει μαζί της: “Γιατί αγαπημένη μου”, της είπε, “νύφη μου αγαπημένη σε αγαπώ και δεν θέλω να σε αφήσω”.
Η κυρά χαμογέλασε πικρά και με μια θλιμμένη κίνηση του κεφαλιού της είπε: “Γιό ά! Θα γίνει όπως επιθυμείς. Ας μην λυγίσει η καρδιά σου αύριο, μιας και είναι η τελευταία μας μέρα σε αυτό το ταξίδι. Μετά θα πάμε από το μονοπάτι των νερών όπου και θα βρούμε τη Σκάλα των Άλλων. Εκεί θα σε πάω να με περιμένεις αιώνια”.
Μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, το φτερό οδηγούσε τον νεαρό κάτω σ΄ ένα φαράγγι με πλαγιές τόσο απότομες, που σίγουρα δεν μπορούσε να τις κατέβει και να μείνει ζωντανός. Για μια στιγμή το κόκκινο φτερό αιωρήθηκε πάνω από το χάσμα του φαραγγιού και ο νεαρός συνέχισε να το ακολουθεί επίμονα, μάλιστα έκανε και μια κίνηση να το πιάσει από φόβο μην πέσει. Μα το φτερό συνέχισε να αιωρείται πάνω από το χάσμα του φαραγγιού και να προχωρά σαν να υπήρχε εκεί κάποιο άλλο, αόρατο μονοπάτι. Για τα πνεύματα βλέπετε, τα μονοπάτια που υπήρχαν κάποτε, πριν τα νερά να τα διαβρώσουν, υπάρχουν ακόμη.
Με τόλμη ο νεαρός περπατούσε πάνω και κάτω στο χείλος του γκρεμού και απελπισμένα φώναζε πότε πότε στο φτερό: “Αλίμονο όμορφη γυναίκα μου! Περίμενε, περίμενε με! Σε αγαπώ και δεν θέλω να σε αφήσω!”. Τότε, σαν κάποιους που η σκέψη τους τους αφήνει, έπεσε από τον γκρεμό και κρατήθηκε τελευταία στιγμή από μια εσοχή σε μια πλαγιά. Ένας ανέμελος και χαριτωμένος ριγωτός Σκίουρος, που εκείνη τη στιγμή έπαιζε στον πάτο του φαραγγιού, τον είδε και φώναξε: “Τσίλχλ! Τσίλχλ!” μεταξύ άλλων πολλών, που πάει να πει “Αχ χάι! Γουανανί!” - “Ανόητο πλάσμα που είσαι! Δεν έχεις τα φτερά του Γερακιού ούτε τα δάκτυλά του Σκίουρου ούτε τα πόδια ενός πνεύματος και αν πέσεις θα σπάσεις σε χίλια κομμάτια να σε τρώνε μετά οι τυφλοπόντικες. Στάσου! Κρατήσου γερά και έρχομαι να σε βοηθήσω. Μπορεί να είμαι μόνο ένας Σκίουρος, αλλά τουλάχιστον ξέρω πώς να σκέφτομαι!”.
Το μικρό πλασματάκι έτρεξε σαν αστραπή μουρμουρίζοντας και φώναξε το ταίρι του να βγει από το σπίτι τους στη ρωγμή ενός βράχου: “Γυναίκα! Γυναίκα! Γρήγορα τρέχα στην καλαμποκαποθήκη μας και φέρε μου το κώνειο που έχω εκεί, γρήγορα! Γρήγορα και μη μου κάνεις ερωτήσεις, ένας τρελός άνθρωπος εκεί θα σπάσει το σώμα του αν δεν του φτιάξουμε γρήγορα μια σκάλα!”.
Η γυναίκα του Σκίουρου γύρισε αμέσως την φουντωτή ουρά της προς τον Σκίουρο και πήδηξε από πέτρα σε πέτρα μέχρι που έφτασε στην αποθήκη τους όπου και βρήκε έναν παχουλό σπόρο. Τον πήγε στον άντρα της ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να σκάβει μια τρύπα στην άμμο κάτω από εκεί απ’ όπου κρεμόταν ο νεαρός. Έφτυσαν και οι δυο τους τον σπόρο, τον έμπηξαν στην τρύπα και άρχισαν να χορεύουν τριγύρω του και να τραγουδούν
Κιαθλά τσίλου
Σίλοκουε, σίλοκουε, σίλοκουε
Κι άι σίλου σίλου,
Τσίθλ! Τσίθλ!
Που σημαίνει, απ ‘όσο μπορεί να μαντέψει κανείς μιας και έχει περάσει πολύς καιρός και τα μισά ήταν σκιουρέζικα,
Κώνειο εσύ
Το ψηλό, ψηλό, ψηλό
Φύτρωσε κώνειο, κώνειο
Μικρό! Μικρό!
Κάθε φορά που έκαναν έναν γύρο λέγοντας όλο το τραγουδάκι το έδαφος έτρεμε. Την τέταρτη φορά που είπαν Τσιθλ! Τσίθλ! το δέντρο ξεπήδησε από το έδαφος και συνέχισε να μεγαλώνει μέχρι που ο Σκίουρος μπορούσε να το σκαρφαλώσει. Έπιασε με τα μπροστινά του πόδια το ψηλότερο κλωνάρι και άρχισε να τεντώνεται και να τεντώνεται σπρώχνοντας τα χαμηλότερα κλαδιά με τα πόδια του. Έτσι, σε ελάχιστο χρόνο, είχε καταφέρει να σπρώξει το δέντρο μέχρι τα πόδια του νεαρού ενώ ταυτόχρονα βεβαιώθηκε πως το δέντρο θα ήταν αρκετά δυνατό να τον κρατήσει, αν ο νεαρός έπεφτε πάνω του. Είπε μόνο: “Τσιθλ! Τσίθλ!” και έφυγε μακριά πριν να προλάβει καν ο νεαρός να τον ευχαριστήσει. Ο θλιμμένος ερωτευμένος σκαρφάλωσε μέχρι κάτω το δέντρο και γρήγορα πήγε μέχρι την άλλη μεριά του φαραγγιού που δεν ήταν τόσο απότομη. Δεν είχε προλάβει όμως καλά καλά να ξεκουραστεί από την αναρρήχησή του και το φτερό συνέχισε το γρήγορο ταξίδι του οπότε κι εκείνος έτρεξε ξοπίσω του.
Όταν πλησίαζε ο ήλιος στη Δύση, το κόκκινο φτερό έφτασε σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά που στο κέντρο της βρισκόταν μια πανέμορφη λίμνη. Στις όχθες της λίμνης πηγαινοέρχονταν, ανάμεσα στα διάφορα μονοπάτια που κατέληγαν εκεί, ένας πολύ άσκημος γέρος και μια γριά. Σαν είδαν την κυρά την πλησίασαν και την καλωσόρισαν ευγενικά. Της είπαν να περάσει και τότε η κυρά χωρίς δισταγμό βυθίστηκε γρήγορα στο νερό της λίμνης. Ξάφνου, στο κέντρο της λίμνης εμφανίστηκε μια σκάλα, η κυρά πάτησε πάνω της κι άρχισε να την κατεβαίνει μέχρι που χάθηκε εντελώς μέσα στο νερό. Για λίγο, μόνο για μια στιγμή, ένα λαμπερό φως φώτισε τα νερά και ακούστηκαν πολλές χαρούμενες και μελωδικές φωνές από τον βυθό της λίμνης. Έπειτα τα αστέρια του ουρανού και τα αστέρια της λίμνης έδειχναν ολόιδια, όπως ήταν και πριν.
“Αλίμονο!”, φώναξε ο νεαρός τρέχοντας ως την όχθη της λίμνης, “Αχ, όμορφη γυναίκα μου, όμορφη γυναίκα μου, περίμενε! Περίμενε να έρθω κι εγώ μαζί σου!”. Μα μπροστά του ήταν μόνο τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης και οι δυο γέροι. Καμία σκάλα δεν βγήκε να τον πάει μέχρι κάτω. Έκατσε κι αυτός στην άκρη του νερού τρίβοντας με μανία τα χέρια του και κλαίγοντας τον παλιό γνώριμο θρήνο του: “Αλίμονο, αλίμονο! Αγαπημένη μου γυναίκα σε αγαπώ. Σε αγαπούσα, αλλά δεν σε αναγνώρισα και σε σκότωσα!”.
Κοντά στα μεσάνυχτα άκουσε πάλι τις χαρούμενες, μελωδικές φωνές. Η πύλη για τον Τόπο των Πνευμάτων άνοιξε και ένα φως εκτοξεύτηκε μέσα από τα σκοτεινά πράσινα νερά σαν σπίθες από την κορυφή μιας καμινάδας. Ορθώθηκε γι΄ άλλη μια φορά και η σκάλα και ο νεαρός είδε τις μορφές των νεκρών να πηγαίνουν και να έρχονται, ενώ άκουγε τους ήχους του χορού Κάκα που χόρευε για τους θεούς. Όσοι πηγαινοέρχονταν ήταν φωτεινοί και όμορφοι, φορούσαν λευκά φορέματα ραμμένα με πολύχρωμες κλωστές και τα περιδέραια και τα βραχιόλια τους ήταν φτιαγμένα από φανταχτερά λευκά κοχύλια και ζωηρές πέτρες τουρκουάζ. Δοκίμασε να κατέβει και αυτός τη φωτεινή σκάλα μα το νερό ξαφνικά έγινε απύθμενο και τα πόδια του λύγισαν από το κρύο και τον φόβο. Κατάφερε όμως και κοίταξε στην είσοδο παρακάτω και να! είδε την όμορφη νύφη του ντυμένη με τα πιο όμορφα ρούχα και κοσμήματα. Στεκόταν στη μέση του χορού Κάκα και ήταν μια από τις πρώτες του χορού. Φαινόταν ευτυχισμένη και χαμογελούσε πλατιά καθώς κοιτούσε γύρω της. Περιτριγυριζόταν από όμορφους και λαμπερούς νέους και μάλλον είχε ολωσδιόλου ξεχάσει τον μοναχικό μνηστήρα της.
Με μια πονεμένη κραυγή, ο νεαρός βγήκε στην όχθη και έκρυψε το πρόσωπό του στην άμμο και στα χορτάρια. Ξάφνου άκουσε μια μακρινή στριγκλιά και μια βαθειά φωνή που του φάνηκε ότι τον φώναζε. Κοίταξε και μια μεγάλη Κουκουβάγια πετούσε εκείνη τη στιγμή πάνω από το κεφάλι του:
Μουχαΐ! Χου-χου! Χου-χου!
Τι θέλεις από εμένα; φώναξε όλο αγωνία ο νεαρός.
Γιατί κλαις έτσι παιδί μου; ρώτησε η κουκουβάγια πετώντας κοντύτερα και μαλακώνοντας τη φωνή της.
Ο νεαρός είπε στην Κουκουβάγια κομμάτι της ιστορίας του και εκείνη γύρισε το κεφάλι της τελείως γύρω γύρω, όπως κάνουν οι κουκουβάγιες, να δει αν υπήρχε κανένας άλλος κοντά τους. Έπειτα πλησίασε πολύ τον νεαρό και του είπε: “Ξέρω τα πάντα, νέε μου. Ακολούθησε με στο σπίτι μου στα βουνά και, αν θες να ακούσεις και να ακολουθήσεις τη συμβουλή που έχω να σου δώσω, όλα θα πάνε καλά”. Η Κουκουβάγια τότε τον οδήγησε σε μια σπηλιά ψηλά, ψηλά στο βουνό και τον προσκάλεσε να μπει μέσα. Μόλις ο νεαρός πάτησε το πόδι του μέσα στη σπηλιά ιδού! μπροστά του ανοίχτηκε μια ευρύχωρη και φωτεινή αίθουσα στην οποία διάφοροι Κουκουβάγιοι και Κουκουβάγιες τον προσκαλούσαν να κάτσει μαζί τους, να φάει και να πιει.
Η γρια-Κουκουβάγια που τον είχε φέρει ως εκεί, άλλαξε τα ρούχα της σ΄ ένα λεπτό και σαν μπήκε κι εκείνη στη σπηλιά κρέμασε το παλτό κουκουβάγιας της σε μια κρεμάστρα από κέρατα ελαφιού. Έφυγε και ξαναγύρισε κρατώντας μια θήκη με γιατρικά: “Πριν σου το δώσω αυτό, θα σου πω τι πρέπει να κάνεις και τι πρέπει να υποσχεθείς”.
Μα ο νεαρός, ανυπόμονα άπλωσε το χέρι του να πάρει τα γιατρικά: “Ανόητε!”, του φώναξε το πλάσμα, “αν δεν ήσουν στην κατάσταση που είσαι ούτε που θα σκεφτόμουν να σε βοηθήσω. Βιάζεσαι πολύ και δεν μπορώ να σου εμπιστευτώ το γιατρικό του ύπνου. Θα κοιμηθείς εδώ και μόλις ο αυγερινός εμφανιστεί στον ουρανό θα ξυπνήσεις και θα βρεις μπροστά σου τη νεκρή σου γυναίκα στον δρόμο για το Μάτσακι και τη Μέση Μυρμηγκοφωλιά. Σαν ο ήλιος σηκωθεί για τα καλά θα ξυπνήσει και θα σου χαμογελάσει. Μην κάνεις καμιά χαζομάρα, να ταξιδέψεις στο πλάι της με ευλάβεια και να μην τη φιλήσεις ούτε να την πλησιάσεις αν δεν φτάσετε πρώτα στο σπίτι των πατέρων σας. Αν κάνεις ότι σου είπα, όλα θα πάνε καλά και οι δυο σας θα ζήσετε ευτυχισμένοι μαζί”.
Σταμάτησε να μιλά, πήρε μια τσιμπιά από το γιατρικό που είχε στη θήκη και το φύσηξε στο πρόσωπο του νεαρού. Στιγμιαία ο νεαρός βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο εκεί που καθόταν. Τότε όλα τα πλάσματα γύρω του έβαλαν τα κουκουβαγιοπανωφόρια τους και τον πήραν μαζί τους καθώς πέταξαν μακριά μέχρι κάτι δέντρα στην άκρη του μονοπατιού για το Μάτσακι και τη Μέση Μυρμηγκοφωλιά.
Έπειτα πέταξαν πάνω από τη λίμνη και σκόρπισαν το υπόλοιπο γιατρικό πάνω από την είσοδο στο κέντρο της. Πήραν τα κοντάρια προσευχής του νεαρού και, αφού διάλεξαν κάποια από τα κόκκινα φτερά για τους εαυτούς τους, με τα υπόλοιπα μπήκαν στο σπίτι του χορού Κάκα. Απαλά, πέταξαν πάνω από τους κοιμώμενους πατεράδες με τα παιδιά τους (τους θεούς του Κάκα και τα πνεύματά του) και στον μεγάλο βωμό εναπόθεσαν τα υπόλοιπα κοντάρια προσευχής. Σήκωσαν την όμορφη κυρά και την πήγαν πέρα από τα νερά και τα δάση μέχρι εκεί όπου βρισκόταν ο μνηστήρας της. Σφύριξαν και πήγαν πίσω στο βουνό τους.
Το πρώτο αστέρι της αυγής φάνηκε στον ουρανό, ο νεαρός ξύπνησε και να! μπροστά του βρισκόταν ξαπλωμένη η αγαπημένη του γυναίκα. Αμέσως γύρισε από την άλλη για να αποφύγει τον πειρασμό και περίμενε πως και πως να βγει για τα καλά ο ήλιος. Με την πρώτη ακτίνα του ήλιου, που φώτισε το πρόσωπο της κυράς, εκείνη άνοιξε τα μάτια της. Στην αρχή τα είχε χάσει λίγο, μα σαν είδε το καλοσυνάτο πρόσωπο του αγαπημένου της, χαμογέλασε και είπε: “Στ’ αλήθεια μ’ αγαπάς!”.
Σηκώθηκαν και οι δύο και ταξίδεψαν, κρατώντας απόσταση μεταξύ τους, προς τον τόπο των πατέρων τους. Ο νεαρός έφερνε συνεχώς στον νου του τα λόγια της Κουκουβάγιας και πράγματι ταξίδεψε συνετά μέχρι που την τέταρτη μέρα είδαν μπροστά τους το Κεραυνοβουνό και τον ποταμό που κυλά μέχρι και την Πόλη του Αλατιού.
Καθώς άρχισαν να κατηφορίζουν προς την κοιλάδα η κυρά σταμάτησε και είπε: “Χαουά, κουράστηκα πολύ και το ταξίδι είναι μακρύ και η μέρα ζεστή”. Έκατσε στη σκιά ενός κέδρου και συνέχισε: “Κάτσε καρτέρι όσο θα κοιμάμαι, άνδρα μου. Μόνο για λίγο να ξαποστάσω και συνεχίζουμε το ταξίδι μας μετά”. Ο νεαρός συμφώνησε.
Η κυρά ξάπλωσε και φάνηκε να κοιμάται. Χαμογελούσε και ήταν τόσο όμορφη και γαλήνια που ο ερωτοχτυπημένος νεαρός την πλησίασε. Τότε, αλίμονο! ακούμπησε το χέρι της με το δικό του και τη φίλησε.
Στη στιγμή η κυρά ξύπνησε. Στο πρόσωπο της υπήρχε μόνο θλίψη και είπε στον νεαρό κοφτά και θυμωμένα: “Καθόλου δεν ντρέπεσαι ανόητε; Τώρα πια είμαι σίγουρη πως δεν με αγαπάς! Πόσο ματαιόδοξη ήμουν και ήλπιζα στην αγάπη σου!”.
Με ντροπή και στενοχώρια, ο νεαρός κρέμασε το κεφάλι του και έκρυψε το πρόσωπο του στις χούφτες του. Άρχισε να μιλά και μια κουκουβάγια πήγε και στάθηκε σε ένα ψηλό κλαδί κλαίγοντας για την τύχη του νεαρού. Έπειτα πέταξε προς τη Δύση και άφησε τον νεαρό πίσω της τρελαμένο.
Αλίμονο, αλίμονο! Έτσι ήταν τον καιρό των αρχαίων. Αν αυτός ο νεαρός δεν είχε φιλήσει την κοπέλα αφού είχε επιστρέψει από τη Λίμνη των Νεκρών ίσως και να μην έκλαιγε μέχρι το τέλος της ζωής του για όλους όσους χάθηκαν. Μα έτσι είναι τα πράγματα! Αν οι άνδρες και οι γυναίκες δεν πέθαιναν, τότε εδώ και πολύ καιρό θα είχαμε ξεχειλίσει από παιδιά, πείνα και πόλεμο.
Εδώ τελειώνει η ιστορία μου.
Hosted on Acast. See acast.com/privacy for more information.
Πηγή: https://www.karakaxa.org/%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%8C%CE%B4%CE%B9%CE%B1