Ραψωδία α
Η Οδύσσεια ξεκινά με επίκληση του ποιητή στην Μούσα : ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· πολλών δ` ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω. Ω! Μούσα, τραγούδησε μου τον άντρα τον πολύτροπο που τόσο περιπλανήθηκε, μετά την πτώση της ιερής Τροίας, αυτόν που τόσα έμαθε για τις πόλεις και τις σκέψεις των ανθρώπων. Οι θεοί μαζεύονται και κάνουν συμβούλιο στον Όλυμπο. Η θεά Αθηνά, προστάτιδα των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο και θαλασσομαχούσα για χάρη του Οδυσσέα, ανοίγει τη συζήτηση ρωτώντας τον πατέρα της Δία, γιατί η Καλυψώ κρατά αιχμάλωτο τον Οδυσσέα στην Ωρυγία, στο μακρινό νησί της. Η απάντηση του Δία είναι αυτονόητη: Ο Οδυσσέας τύφλωσε το γιο του Ποσειδώνα, τον Πολύφημο και ο θεός της θάλασσας του επέβαλε την τιμωρία της μη επιστροφής. H Αθηνά πείθει τον Δία να επιτρέψει την επάνοδο του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Η θεά, με μορφή θνητού, πάει στο παλάτι του Οδυσσέα για να δασκαλέψει τον Τηλέμαχο, τι να κάνει με την αναζήτηση του πατέρα του αλλά και πώς να αντιμετωπίσει τους θρασείς μνηστήρες που ξοδεύουν την περιουσία του Οδυσσέα ενώ παράλληλα παρενοχλούν την πιστή Πηνελόπη. Τον παρακινεί να πάει στο βασιλιά της Πύλου Νέστορα και στο βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαο, να ρωτήσει και να μάθει για τον πατέρα του. Ο Τηλέμαχος παίρνει θάρρος και δύναμη όταν η Αθηνά παρουσιάζεται με την πραγματική θεϊκή μορφή της. Ο θεόπνευστος, θεοδίδακτος, αυτοδίδακτος μουσικός Φήμιος τραγουδά για την επάνοδο των Ελλήνων από την Τροία. Ο Τηλέμαχος μιλά με θάρρος και αποφασιστικότητα στους μνηστήρες ζητώντας τους να φύγουν από το παλάτι. Τους λέει ότι θα συγκαλέσει γενική συνέλευση των κατοίκων της Ιθάκης για να μάθουν όλοι για την συμπεριφορά των μνηστήρων και ν` αποφασίσουν τι θα γίνει. Ο Τηλέμαχος περνά το βράδυ ξάγρυπνος με τη σκέψη του στις υποδείξεις της Αθηνάς.