Ραψωδία β
Ο Τηλέμαχος συγκαλεί σε ανοικτή γενική συνέλευση τους πολίτες της Ιθάκης. Στη συγκέντρωση αυτή (Ιθακησίων αγορά), μιλά για την ασφυκτική κατάσταση που έχουν οδηγήσει την χώρα οι μνηστήρες. Απαιτεί να φύγουν και τους θυμίζει ότι τα έργα τους συνιστούν ύβρη και θα τιμωρηθούν από τους θεούς. Ο Αντίνοος που είναι ο πιο γνωστός μνηστήρας κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με τεχνάσματα: Αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το υφαντό σάβανο του πεθερού της Λαέρτη. Κάθε βράδυ όμως ξηλώνει ότι ύφανε την ημέρα. Ράβε, ξήλωνε, ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει. Ο Τηλέμαχος δέχεται να ξαναπαντρευτεί η μητέρα του με τον όρο να του διαθέσουν ένα καράβι να ταξιδέψει να μάθει για τον πατέρα του και την τύχη του. Σ` αυτό το σημείο της Οδύσσειας εμφανίζεται οιωνός στον ουρανό της Ιθάκης. Δύο αετοί αλληλοσπαράσσονται. Ο μάντης Αλιθέρσης ερμηνεύει την εμφάνιση των αετών ως ένδειξη για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των ασεβών μνηστήρων. Ο Λεώκριτος ομολογεί ότι ακόμα κι αν επιστρέψει ο Οδυσσέας αυτοί έχουν σχέδιο για να τον δολοφονήσουν. Η συνέλευση διακόπτεται. Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να του συμπαρασταθεί. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.