Ραψωδία η
Ο Οδυσσέας φτάνει στο ανάκτορο του Αλκίνοου μετά την Ναυσικά για να μην τους δούνε μαζί οι περαστικοί και δημιουργηθούν παρεξηγήσεις . Τι γυρεύει η κόρη του βασιλιά μ’ έναν ξένο; Μήπως είναι ο μελλοντικός της σύζυγος;.. Καθώς ο Οδυσσέας πάει στο παλάτι συναντά ένα νεαρό κορίτσι, που είναι η Αθηνά μεταμορφωμένη. Το κορίτσι/ θεά Αθηνά, του δείχνει το δρόμο και τον καλύπτει με πέπλο ομίχλης ώστε να μην τον σταματούν οι ντόπιοι κα να ρωτούν ποιος είναι, από που έρχεται, που πάει.. Το νεαρό κορίτσι/ θεά Αθηνά μιλά στον Οδυσσέα για τους Φαίακες, την ιστορία τους, το περίφημο ναυτικό τους που είναι γρήγορο σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη του ανθρώπου. Του λέει να προσπέσει ικέτης στην Αρήτη τη γυναίκα του βασιλιά γιατί εκείνη έχει χρόνο, υπομονή και κατανόηση. Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και θαμπώνεται από την πολυτέλεια. Υπέροχα υφαντά, χαλκός, ο υπέρλαμπρος κυάνιος θριγκός ψηλά, ασήμι, χρυσάφι, γλυπτά... Υπάρχουν παντού όλα αυτά και διαχέουν ένα φως σαν από ήλιο ή φεγγάρι. Στην αίθουσα του θρόνου καθισμένοι σε προεδρίες- θρόνους, τρώνε και πίνουν οι πρόκριτοι της χώρας των Φαιάκων. Είχε προηγηθεί μία γενική συνέλευση, υπό την προεδρία του βασιλιά Αλκίνοου, όπου συζητήθηκαν θέματα του τόπου. Πλήθος υπηρετών φροντίζουν για όλα. Ο ποιητής, μας περιγράφει και το μεγάλο κήπο- περιβόλι που έχει όλα τα δέντρα, ελιές, συκιές, ροδιές, αχλαδιές, μηλιές, κληματαριές, ένα αμπέλι, πολλές πρασιές με διάφορα φυτά, λουλούδια… Δυο βρύσες έτρεχαν συνεχώς και η μία πότιζε όλον τον κήπο. Ο Οδυσσέας πλησιάζει την Αρήτη και αμέσως η Αθηνά αποσύρει το ομιχλώδες πέπλο που τον κάλυπτε. Πέφτει στα πόδια της βασίλισσας Αρήτης ικέτης ενώ όλοι που βρίσκονται στην αίθουσα του θρόνου εκστασιάζονται. Ο ξένος, στην ικεσία του, ζητά να τον στείλουν στην πατρίδα του που τόσο έχει στερηθεί. Ο βασιλιάς Αλκίνοος δέχεται τον ξένο με όλες τις τιμές και την τάξη που ορίζει ο ξένιος Ζευς. Προτείνει στους παρισταμένους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα. Μήπως έχουμε απέναντι μας ένα θεό αναρωτιέται ο βασιλιάς Αλκίνοος; Δεν είμαι θεός, λέει ο Οδυσσέας , ένας άνθρωπος είμαι και θέλω, όσο τίποτε άλλο, να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Είναι αργά και οι άρχοντες των Φαιάκων αποχωρούν από το παλάτι να πάνε για ύπνο στα αρχοντικά τους. Μένουν εκεί ο βασιλιάς, η βασίλισσα και ο ξένος. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι, πως έφτασε στη νησιώτικη χώρα τους και που βρήκε τα ρούχα που φορά. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη αναγκαστική παραμονή του στο νησί της Καλυψώς, και το περιπετειώδες ταξίδι του μέχρι εδώ και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά. Ο αρχοντικός ξένος δεν αποκαλύπτει τ` όνομα του και την ιδιότητα του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του, άντρα της Ναυσικάς. Αν όμως ο ξένος θέλει οπωσδήποτε να επιστρέψει στην πατρίδα του, υπόσχεται πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν εκεί, μ` ένα από τα ταχύπλοα σκάφη τους, και με κάθε ασφάλεια. Αποσύρονται κατόπιν για ύπνο.