Ραψωδία θ
Πρωί- πρωί, όπως είχε πει από την προηγουμένη, ο βασιλιάς Αλκίνοος, ο λαός και οι άρχοντες των Φαιάκων συγκεντρώθηκαν στην Αγορά. Ο Αλκίνοος μιλά για τον ξένο και λέει ποια ανάγκη τον έφερε στη γη των Φαιάκων. Συμφωνούν όλοι να τον βοηθήσουν να πάει στην πατρίδα του, όπου και να είναι αυτή. Ο βασιλιάς προστάζει να ετοιμαστεί ένα νέο πλοίο, γρήγορο και καλοτάξιδο για το ταξίδι του ξένου. Επιλέγουν και πενήντα δύο ναυτικούς νεαρής ηλικίας αλλά έμπειρους και δυνατούς για το ταξίδι. Ο Αλκίνοος καλεί όλους που είναι στην Αγορά να πάνε στο παλάτι για φαγητό, κρασί και διασκέδαση όπως ορίζουν τα έθιμα για την υποδοχή και φιλοξενία του άγνωστου άνδρα. Ζητά να ειδοποιήσουν τον τυφλό αοιδό Δημόδοκο για να τραγουδήσει και να παίξει την φόρμιγγα. Μετά το πλούσιο τραπέζι που παρέθεσε ο Αλκίνοος προς τιμήν του ξένου ο Δημόδοκος με την φόρμιγγα του τραγουδά για μια φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας συγκινείται πολύ όταν ακούει το όνομα του και κυρίως εντυπωσιάζεται γιατί ο κόσμος γνωρίζει λεπτομέρειες για τη ζωή του. Ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος διαπιστώνει τη μεγάλη συγκίνηση του ξένου και αποφασίζει να γίνουν αθλητικοί αγώνες με τους νέους των Φαιάκων που ήταν σπουδαίοι και φημισμένοι αθλητές. Ο Αλκίνοος ελπίζει με τους αγώνες να διασκεδάσει ο φιλοξενούμενος του. Γίνονται πολλά αθλήματα με συμμετοχή πολλών αθλητών. Ο ποιητής μας αναφέρει τα ονόματα των αθλητών καθώς και το αγώνισμα τους. Ο Λαοδάμας, ένας από τους γιούς του Αλκίνοου, καλεί τον Οδυσσέα να λάβει μέρος στους αγώνες. Ο Οδυσσέας αρνείται ευγενικά και τότε ο Ευρύαλος τον ειρωνεύεται και αμφισβητεί την αρχοντική του παρουσία λέγοντας προκλητικά λόγια. Ο Οδυσσέας θυμωμένος παίρνει το μεγαλύτερο και βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους προηγούμενους δισκοβόλους. Απευθύνεται στους έκπληκτους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος τονίζει για μια ακόμα φορά τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα και στην καλοπέραση αφού οι Φαίακες είναι ένας ξέγνοιαστος και πλούσιος λαός με μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Η ένταση υποχωρεί κι αρχίζει το τραγούδι και οι χοροί. Ο τυφλός αοιδός Δημόδοκος αφηγείται το περιστατικό όπου ο Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης τη συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω να κάνει έρωτα με τον Άρη, τον πανέμορφο θεό του πολέμου. Ο Ήφαιστος, που είναι ο πρώτος εφευρέτης, τους ακινητοποιεί την ώρα της ερωτικής πράξης μέσα σε χρυσό αόρατο δίκτυ και τους πάει στον Όλυμπο, να δουν οι θεοί και να κρίνουν την πράξη αυτή της Αφροδίτης και του Άρη. Οι θεοί, αντί να κρίνουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια με το περίεργο θέαμα. Ο Αλκίνοος στη συνέχεια προτείνει στους Φαίακες, σύμφωνα με τους κανόνες της φιλοξενίας, να προσφέρουν δώρα στον ξένο. Το ίδιο θα κάνει και ο ίδιος. Μάλιστα ο Ευρύαλος, που είχε προσβάλλει τον Οδυσσέα, μαζί με τη συγγνώμη του προσφέρει το τρομερό του ξίφος. Η ραψωδία τελειώνει με μεγάλο γλέντι όπου ο Οδυσσέας ζητά από τον τυφλό τραγουδιστή να τραγουδήσει το στρατήγημα των Αχαιών να εκπορθήσουν την Τροία μα τον Δούρειο Ίππο, το ξύλινο άλογο που σκέφτηκε ο ίδιος ο Οδυσσέας. Για δεύτερη φορά ακούει τον τραγουδιστή να υμνεί τα κατορθώματά του στην Τροία και ξεσπά σε λυγμούς. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον τραγουδιστή και ρωτά επιμόνως τον ξένο: Ποιο είναι τ’ όνομα σου, ποια είναι η πατρίδα σου, που πήγες, που ταξίδεψες και τι έζησες πριν φτάσεις στη γη των Φαιάκων. Γιατί συγκινείσαι και ξεσπάς στα κλάματα, όταν ακούς για την άλωση της περίφημης Τροίας;