Ραψωδία λ
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι διαβαίνουν με το γρήγορο πλοίο τους τον απάνω κόσμο, όπως τους είχε δασκαλέψει η Κίρκη, η οποία φρόντισε για ένα καλό ταξίδι με ούριο άνεμο. Φτάνουν έτσι στα σύνορα του κάτω κόσμου στο τέλος του Ωκεανού. Ο Οδυσσέας εκεί μπροστά, στις πύλες του κάτω κόσμου, σκάβει με το σπαθί του ένα μεγάλο λάκκο- θυσιαστήριο και εκεί, αφού κάνει πρώτα χοές για τους νεκρούς με γάλα, μέλι, κρασί, νερό και αλεύρι προχωρά στη θυσία των προβάτων που του είχε δώσει η Κίρκη. Γεμίζει το λάκκο με το αίμα των ζώων και αυτό το ζεστό, μελανό αίμα κινητοποιεί αμέσως τις ψυχές που φτάνουν σαν σκοτεινό σύννεφο τρομοκρατώντας τον Οδυσσέα που τραβά το σπαθί του να επιβάλλει την τάξη. Η ψυχή του μάντη Τειρεσία λέει στον Οδυσσέα ότι ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος μαζί του γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Του λέει όμως ότι θα σωθεί τελικά, θα τιμωρήσει τους μνηστήρες και θα έχει ήρεμο τέλος, πλήρης ημερών. Οι σύντροφοι που του απέμειναν θα σωθούν κι αυτοί, αν δεν πειράξουν τις ιερές αγελάδες του Ήλιου που θα βρουν στο δρόμο της επιστροφής. Έπειτα εμφανίζεται η ψυχή της μητέρας του και ο Οδυσσέας συντρίβεται που δεν μπορεί να την αγκαλιάσει σφιχτά αφού δεν έχει ύλη ως ψυχή. Στη συνέχεια εμφανίζονται κι άλλες διάσημες γυναίκες, όπως η Τηρώ, η Αντιόπη, η Αλκμήνη, η Μεγάρη, η Επικάστη (=Ιοκάστη), η Χλώρη, η Λήδα, η Αριάδνη...Έρχονται μετά οι ψυχές των ανδρών. Ο Αγαμέμνων ομιλεί στον Οδυσσέα για το φρικτό του θάνατο. Ο Αχιλλέας του λέει ότι θα προτιμούσε να είναι δούλος του πιο φτωχού αγρότη, παρά βασιλιάς των ψυχών στον Άδη. Εμφανίζονται επίσης οι ψυχές του Αίαντα, του Μίνωα, και οι ψυχές του Τάνταλου, του Σίσυφου και του Ηρακλή. Ακολουθεί η επιβίβαση του Οδυσσέα και των συντρόφων του στο πλοίο και η πορεία τους προς τον κόσμο των ζωντανών.