Ραψωδία υ
Ο Οδυσσέας ξαπλώνει για να κοιμηθεί στο πρόστεγο του ανακτόρου αλλά έχει τόσα στο μυαλό του που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Βασανίζεται και στριφογυρνά στα στρωσίδια του με τη σκέψη του στην εξόντωση των επικινδύνων Μνηστήρων. Μόνος αυτός, ενώ οι αντίπαλοι Μνηστήρες είναι πάρα πολλοί, περισσότεροι από εκατό. Εμφανίζεται η θεά Αθηνά και τον καθησυχάζει βεβαιώνοντας τον ότι θα βοηθήσει κι εκείνη στην εξόντωση των Μνηστήρων. Ο Οδυσσέας της εκμυστηρεύεται ότι ακόμα κι αν εξοντώσουν τους Μνηστήρες οι οικογένειες τους θα θελήσουν αμέσως να επιβάλλουν αντίποινα και αντεκδικήσεις. Για όλα αυτά πάλι η θεά Αθηνά τον ηρεμεί λέγοντας του ότι όλα θα εξελιχθούν ευνοϊκά για κείνον και την οικογένεια του. Αμέσως του ρίχνει ύπνο γλυκό στα μάτια και εκείνη πετά για τον Όλυμπο. Την ίδια ώρα που ο Οδυσσέας επιτέλους κοιμάται, ξυπνά η Πηνελόπη που αμέσως αρχίζει το θρήνο αφού η μέρα που ξημερώνει, είναι η μέρα που πρέπει να επιλέξει έναν από τους Μνηστήρες για σύζυγο της, και να φύγει από το σπίτι. Πρωί πρωί έρχονται οι βοσκοί με τα σφαχτάρια για το μεγάλο, και τελευταίο τραπέζι των Μνηστήρων. Η Ευρύκλεια συντονίζει τις δεκάδες γυναίκες που εργάζονται στο παλάτι για όλες τις απαραίτητες δουλειές. Δύο θεϊκοί οιωνοί δεν είναι καθόλου ευνοϊκοί για τους Μνηστήρες. Ο Οδυσσέας ήρεμα και σταθερά σκηνοθετεί τα στρατηγήματα και τα τεχνάσματα του, για τον οριστικό αφανισμό των αναιδών Μνηστήρων. Οι Μνηστήρες από τη μεριά τους, προετοιμάζουν τον χαμό του Τηλέμαχου, περιπαίζουν τον Οδυσσέα, καθώς και τον μάντη Θεοκλύμενο που προφητεύει την εξόντωση τους. Προτείνουν στον Τηλέμαχο να στείλει τους δύο ξένους του, τον γέρο κουρελή ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας και τον Θεοκλύμενο, μ’ ένα καράβι στους Σικελούς.